Το άβατο των εργοστασίων που παράγουν τσιπάκια και η «ασπίδα πυριτίου» της Ταϊβάν
Πριν από 45 χρόνια, ελάχιστοι έξω από τα όρια της Ταϊβάν είχαν ακούσει για το Σίντσου (Hsinchu), μια παραθαλάσσια περιοχή με το προσωνύμιo «πόλη των αέρηδων»
Πριν από 45 χρόνια, ελάχιστοι έξω από τα όρια της Ταϊβάν είχαν ακούσει για το Σίντσου (Hsinchu), μια παραθαλάσσια περιοχή με το προσωνύμιo «πόλη των αέρηδων», εξαιτίας των ισχυρών ανέμων που την ταλαιπωρούν την εποχή των μουσώνων. Πλέον όμως, η κάποτε μικρή, ήσυχη πόλη έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη -κι αυτό εξαιτίας των εργοστασίων ημιαγωγών που φιλοξενεί. Στην καρδιά τους, όλα «παίζουν» στην κλίμακα του «nano», αφού τα τρανζίστορ στα τσιπάκια που παράγουν έχουν μέγεθος μικρότερο από έναν ιό ή ένα ερυθρό αιμοσφαίριο. H σημασία τους όμως εκφράζεται στην κλίμακα του «μάκρο»: όποιος κρατάει στα χέρια του ένα smartphone είναι πολύ πιθανό να έχει αγοράσει τεχνολογία που παρήχθη στο Σίντσου, ενώ οι χώρες που ελέγχουν την αγορά των ημιαγωγών διαθέτουν το προβάδισμα στον αγώνα δρόμου για την τεχνολογική υπεροχή. Tα μικροσκοπικά τσιπ ορίζουν πλέον τον ρυθμό της ανάπτυξης και της οικονομίας παγκοσμίως και η σημασία των εργοστασίων ημιαγωγών του Σίντσου -τα οποία ανήκουν μεταξύ άλλων στους τεχνολογικούς κολοσσούς TSMC και UMC- δεν περιορίζεται στη «σκακιέρα» της οικονομίας, αλλά επεκτείνεται στο πεδίο της γεωπολιτικής.
Περίπου δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε που πυροδοτήθηκε ο λεγόμενος παγκόσμιος «πόλεμος των ημιαγωγών», με τις ΗΠΑ και την ΕΕ να επενδύουν δεκάδες δισεκατομμύρια για να προσελκύσουν περισσότερα fabs (εργοστάσια παραγωγής ημιαγωγών) στη Δύση και να ανακόψουν τον δρόμο της Κίνας προς την τεχνολογική υπεροχή. Κι ενώ κάποια απ’ τα εργοστάσια της Ταϊβάν αποκτούν πλέον παραγωγικές εγκαταστάσεις και εκτός των συνόρων της, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο η νησιωτική περιοχή της Ανατολικής Ασίας, που αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος από 11 χώρες και το Βατικανό, να απωλέσει τη λεγόμενη «ασπίδα του πυριτίου» (silicon shield) αν περισσότερα ταϊβανέζικα fabs μεταναστεύσουν. Το σκεπτικό είναι απλό: όσο η Ταϊβάν «κρατάει» την ευαίσθητη τεχνολογία για την παραγωγή των τσιπ εντός των συνόρων της, η διαπραγματευτική ισχύς της είναι μεγαλύτερη και στο γεωπολιτικό πεδίο. Κι αυτό διότι παράγει πάνω από το 90% των πιο προηγμένων τσιπ παγκοσμίως -των ημιαγωγών δηλαδή που κάνουν δυνατή την ανάπτυξη προηγμένης Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) και βρίσκονται στην καρδιά αεροσκαφών, υποβρυχίων, πυρηνικών όπλων και υπερηχητικών πυραύλων- αλλά και σημαντικότατο ποσοστό των λεγόμενων «θεμελιωδών τσιπ», εκείνων που καθιστούν δυνατές πολλές λειτουργίες των αυτοκινήτων, αλλά και κάθε ηλεκτρονικής συσκευής είτε αυτή είναι πλυντήριο ρούχων είτε βιομηχανικός εξοπλισμός.
Oι ημιαγωγοί θεωρούνται από πολλούς ως το νέο πανίσχυρο νόμισμα στον πλανήτη, η ονομαστική αξία του οποίου εκφράζεται σε υπολογιστική ισχύ. Eνδεικτικό είναι ότι το γεγονός ότι η Avril Haines, διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ (2023), είχε διατυπώσει την εκτίμηση ότι αν η Κίνα εισέβαλε κάποτε στην Ταϊβάν και σταματούσε η παραγωγή της TSMC (του μεγαλύτερου παραγωγού προηγμένων ημιαγωγών του κόσμου), αυτό θα σήμαινε ετήσια απώλεια έως 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων ετησίως από την παγκόσμια οικονομία (κατά τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή). Την ίδια στιγμή, κατά τον καθηγητή του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Τσεχίας, Patrik Budsky (Πάτρικ Μπάντσκι), που το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε στις εγκαταστάσεις του «Bakala Foundation» στην Πράγα, αν εκδηλωνόταν σοβαρή αναταραχή στο Στενό της Ταϊβάν, θα χρειάζονταν τουλάχιστον 10 χρόνια, προκειμένου η Ευρώπη να «συνέλθει» από το πρόβλημα που θα προέκυπτε στην εφοδιαστική αλυσίδα των ημιαγωγών.
Δεν είναι λοιπόν ν’ απορεί κάποιος που τα εργοστάσια ημιαγωγών της Ταϊβάν μοιάζουν με απόρθητα φρούρια: ένας λόγος είναι η ευαίσθητη τεχνολογία που παράγουν, η οποία θα μπορούσε να βρεθεί σε «λάθος χέρια». Κι ένας άλλος η ίδια η διαδικασία της παραγωγής. Όταν τα μεγέθη του παραγόμενου προϊόντος κινούνται στην κλίμακα του «νάνο», ακόμα και ένας απειροελάχιστος κόκκος σκόνης στα ρούχα ενός επισκέπτη μπορεί να προκαλέσει τεράστια ζημία. Το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) συνάντησε στο Σίντσου τους Peter Tou (Πίτερ Του) και Jason Jeng (Τζέισον Τζενγκ), στελέχη της UMC, μιας εταιρείας ημιαγωγών με έσοδα 7,25 δισ. δολαρίων κατά το οικονομικό έτος 2023 και 20.000 εργαζόμενους. Η UMC ιδρύθηκε το 1980 από τον 77χρονο σήμερα Robert Tsaο, ο οποίος υποστηρίζει ξεκάθαρα την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, στηρίζοντας μεταξύ άλλων προγράμματα εκπαίδευσης άμυνας πολιτών, όπως η «Kuma Academy» και προκαλώντας με τη δράση του τη μήνιν της Κίνας.
Τι θα χρειαζόταν για να μπει κάποιος σε ένα εργοστάσιο ημιαγωγών;
«Τι θα χρειαζόταν για να μπω μέσα σε ένα εργοστάσιο της UMC;» είναι το πρώτο ερώτημα της Αλεξάνδρας Γούτα προς τους Πίτερ Του και Τζέισον Τζενγκ, που απαντούν αρχικά με ένα χαμόγελο, το οποίο μεταφράζεται εύκολα σε λέξεις: «πιθανότατα δεν θα μπεις». Το εσωτερικό ενός εργοστασίου ημιαγωγών είναι σχεδόν απρόσιτο για τα περισσότερα μεμονωμένα άτομα και ακριβοθώρητο ακόμα και για επιλεγμένες ομάδες επισκεπτών. Κατά τη διάρκεια ενός έτους, την πόρτα του εργοστασίου της UMC περνά το πολύ μια ολιγομελής ομάδα επισκεπτών. Οι επισκέπτες, εξηγούν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι Του και Τζενγκ, θα πρέπει να φορούν τα λεγόμενα «bunny suits», στολές που καλύπτουν σώμα, κεφάλι και πρόσωπο. Δεν επιτρέπεται να φορούν καλλυντικά, μεταλλικά αντικείμενα ή άρωμα. Αν μπορούσαν να έχουν μαζί τους το κινητό τους, δεν θα μπορούσαν να αποτυπώσουν ούτε ένα πλάνο. «Ακόμα και όσοι εργαζόμαστε εδώ, έχουμε στα κινητά μας ένα λογισμικό, που κλειδώνει την κάμερα όσο βρισκόμαστε στο εργοστάσιο» αναφέρουν και για του λόγου το αληθές, μας δείχνουν τα κινητά τους: η κάμερά τους είναι μπλοκαρισμένη.
Τα εργοστάσια της UMC παράγουν 400.000 wafers (σ.σ. το «θεμέλιο» των ημιαγωγών) μηνιαίως και λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο και επτά ημέρες εβδομαδιαίως, καθώς ο ανταγωνισμός …δεν περιμένει. Οι χώροι όπου παράγεται το προϊόν τους αποκαλούνται «cleanrooms», ήτοι «καθαρά δωμάτια» -κι υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Μέσα στους χώρους παραγωγής υπάρχει έλεγχος της θερμοκρασίας, της υγρασίας (50%-55%), της ροής του αέρα, του φωτός και των σωματιδίων στην ατμόσφαιρα. Η UMC έχει υπό τη σκέπη της οκτώ εργοστάσια στην Ταϊβάν και τέσσερα εκτός (σε Σιγκαπούρη, Ιαπωνία και Κίνα), στα άδυτα των οποίων λειτουργούν ασταμάτητα οι μηχανές DUV (λιθογραφίας υπεριώδους ακτινοβολίας), φθηνότερες μεν από τις πιο προηγμένες ΕUV (ακραίας υπεριώδους ακτινοβολίας), αλλά και πάλι συγκρίσιμης τιμής με εκείνη ενός Boeing 737: καθεμία στοιχίζει περίπου 100 εκατ. δολ.
Τα ώριμα τσιπ (εξακολουθούν να) κινούν τον κόσμο
Τα τσιπ που παράγει η UMC συχνά δεν τραβούν την προσοχή, παρότι είναι πολύ σημαντικά: πρόκειται για τα λεγόμενα «ώριμα» ή «θεμελιώδη» τσιπ, που συχνά αφήνονται σε δεύτερη μοίρα στη δημόσια συζήτηση, καθώς το ενδιαφέρον παγκοσμίως είναι στραμμένο στους προηγμένους ημιαγωγούς, λόγω της σημασίας τους στην ανάπτυξη της ΤΝ. Τα ώριμα τσιπ, ωστόσο, εξακολουθούν ν’ αποτελούν το 91% της παγκόσμιας ζήτησης (2024), αφήνοντας ποσοστό μικρότερο του 10% για τα προηγμένα (που χρησιμοποιούνται για την ΤΝ ή τη κβαντική πληροφορική), η αγορά των οποίων «τρέχει» βέβαια με ταχύ ρυθμό. «Η βιομηχανία των ώριμων τσιπ αντιμετωπίζει πολύ ισχυρό ανταγωνισμό από την Κίνα, η οποία έχει δώσει μεγάλες επιδοτήσεις στη βιομηχανία της για την παραγωγή τους» λέει ο Πίτερ Του και εξηγεί ότι βάσει στοιχείων της Trendforce για το 2023, η Κίνα ελέγχει το 31% της παραγωγής των ώριμων τσιπ, ποσοστό που αναμένεται να φτάσει στο 47% έως το 2027. Γιατί είναι αυτό σημαντικό; Κατά τον Του, «κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλές αμερικανικές ή ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες μάς ρώτησαν αν μπορούμε να τους δώσουμε τα τσιπ μας. (Χωρίς αυτά) δεν μπορούμε να πουλήσουμε τα νέα μας αυτοκίνητα, μας είπαν. ‘Ισως σύντομα αυτές οι εταιρείες θα πρέπει να πάνε στην Κίνα για προμήθειες τσιπ. Επομένως, (ο χώρος των ώριμων τσιπ) δεν έχει μόνο εμπορική, αλλά και στρατηγική σημασία».
Μιλώντας σε Ευρωπαίους δημοσιογράφους, στο πλαίσιο reporting trip που διοργάνωσε στις αρχές Δεκεμβρίου το Bakala Foundation, σε συνεργασία με τη Sinopsis, ο Πίτερ Του προσθέτει ότι, για πολλές κινεζικές εταιρείες σήμερα, η επένδυση κεφαλαίων μπορεί να υπερβαίνει το 100% των ετήσιων εσόδων τους, κάτι που δεν έχει καμία οικονομική και επιχειρηματική λογική και αποδεικνύει ότι επιδοτούνται …βαρέως από την κινεζική κυβέρνηση. «Δεν χρειάζεται να νοιάζονται για το αν θα χάσουν χρήματα ή την κερδοφορία τους, επειδή έχουν την υποστήριξη της κυβέρνησής τους» λέει και συμπληρώνει ότι, σε έναν βαθμό, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τον αθέμιτο αυτό ανταγωνισμό με το CHIPSAct, αλλά και με το τρίτο πακέτο περιοριστικών μέτρων για τις εξαγωγές υλικού και τεχνολογίας, που αφορά 140 κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας. Η UMC προσπαθεί από την πλευρά της ν’ αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, μεταξύ άλλων ενισχύοντας την παγκόσμια επιχειρηματική παρουσία της: «Ανοίγουμε την τρίτη φάση του εργοστασίου μας στη Σιγκαπούρη στις αρχές του 2025 (…) ‘Εχουμε επίσης μια συνεργασία με την “Intel” στην Αριζόνα. Έτσι, σε αρκετά χρόνια, θα είμαστε σε θέση να ξεκινήσουμε μαζική παραγωγή και στην Αριζόνα» λέει.
Γιατί ο «Τσάρος της Τεχνολογίας» πιστεύει ότι η έρευνα για την προηγμένη τεχνολογία πρέπει να παραμείνει ταϊβανέζικη υπόθεση
Για τον υπουργό Wu Cheng-wen (Γου Τσενγκ-βεν), επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Επιστήμης και Τεχνολογίας της Ταϊβάν (NSTC) και γνωστό ως «Τσάρο της τεχνολογίας», η Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε & Α) γύρω από την προηγμένη τεχνολογία των ημιαγωγών δεν μπορεί παρά να παραμείνει στην Ταϊβάν, ασχέτως του αν οι μεγαλύτερες εταιρείες της αποκτούν παραγωγική παρουσία εκτός. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, εμφανίζεται ξεκάθαρος: «Το να μείνουν οι προηγμένες διεργασίες των ημιαγωγών στην Ταϊβάν είναι επωφελές για όλους. Δεν θα είμαστε εγωϊστές και δεν θα κρατήσουμε (την τεχνολογία) για τον εαυτό μας. Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι η Ε & Α θα λαμβάνει χώρα στην Ταϊβάν, γιατί είναι πολύ δύσκολο για άλλες χώρες να κάνουν Ε & Α πάνω στις προηγμένες διεργασίες των ημιαγωγών. Από τη στιγμή όμως που οι τεχνολογίες θα ωριμάσουν αρκετά για μαζική παραγωγή, μπορούμε να τις αναπαράγουμε στις άλλες χώρες που υποστηρίζουν την TSΜC (…) με οικονομικά βιώσιμο τρόπο. Πάρτε για παράδειγμα τα τσιπ των 2 νανομέτρων. Αν καταφέρουμε να μπουν στη μαζική παραγωγή το 2025, τότε θα μπορούμε να συζητήσουμε σε ποιες χώρες θα φέρουμε την τεχνολογία» σημειώνει και εξηγεί πως δεν προκαλεί ανησυχία στην Ταϊβάν το να μοιράζεται την τεχνολογία της με φιλελεύθερες δημοκρατίες, καθώς έτσι αποκτά περισσότερους εταίρους και μπορεί να βοηθηθεί να την αναπτύξει περαιτέρω.
Σε ερώτημα δημοσιογράφου, σε σχέση με το αν η στάση αυτή της Ταϊβάν, να κρατήσει «εντός των τειχών» τις προηγμένες διεργασίες των ημιαγωγών, θα τύχει θετικής αποδοχής από τη νέα διοίκηση Τραμπ, ο Wu Cheng-wen απαντά: «Ελπίζω ότι η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να το αντιληφθεί αυτό. Δεν είναι ότι η Ταϊβάν δεν θέλει να φέρει τις προηγμένες διεργασίες (των ημιαγωγών) σε άλλες χώρες. Μιλάμε για τη φάση της Ε & Α, η οποία πρέπει να μείνει στην Ταϊβάν, γιατί απαιτεί πολλή ακρίβεια, πολλές επενδύσεις και πολλές ακόμα προϋποθέσεις: περιβάλλον, ανθρώπινο ταλέντο, κυβερνητική στήριξη και ούτω καθεξής, αλλιώς είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί (…) Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι η Ταϊβάν εξακολουθεί να στηρίζεται στις ΗΠΑ για να συνεχίσει να αναπτύσσει πολλά από τα εξαρτήματα για προηγμένα τσιπ, όπως αυτά κάτω του 1 νανόμετρου».
Προσθέτει δε ότι οι προηγμένες διεργασίες στην παραγωγή των τσιπ είναι μεγάλης έντασης κεφαλαίου κι απαιτούν τεράστιους πόρους σε γη, νερό, ενέργεια κι ανθρώπινο ταλέντο. «Δεν είναι κάθε χώρα σε θέση (…) να συγκεντρώσει αυτούς τους πόρους σε μια μικρή περιοχή, ν’ αναπτύξει το περιβάλλον κατασκευής τσιπ. Αλλά στην Ταϊβάν, τα τελευταία 50 χρόνια, έχουμε περάσει από αυτή την πολύ μοναδική ανάπτυξη, και έτσι έχουμε αυτό το πλεονέκτημα τώρα» υπογραμμίζει, ενώ στο ερώτημα αν ανησυχεί για το γεγονός ότι η Κίνα δαπανά δισεκατομμύρια για την ανάπτυξη της κινεζικής βιομηχανίας ημιαγωγών, απαντά: «(…) Οι Κινέζοι είναι πολύ ανυπόμονοι (…) Προσπαθούν να κόψουν δρόμο και είναι πολύ απίθανο να πετύχεις τέτοιους στόχους, κάνοντας παρακάμψεις. Συνεπώς, υπό κανονικές συνθήκες, είναι αδύνατο η Κίνα να ξεπεράσει την Ταϊβάν».
«Μικρή αυλή, ψηλός φράχτης», ιπτάμενοι δασμοί
Η Cynthia Kiang (Σίνθια Κιανγκ) είναι στέλεχος της Διοίκησης Διεθνούς Εμπορίου στο υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων της Ταϊβάν. Παρατηρεί πως πήρε σχεδόν 50 χρόνια στην Ταϊβάν, για να αναπτύξει την πιο προηγμένη τεχνολογία στην ανάπτυξη ημιαγωγών και σήμερα ολόκληρη η αλυσίδα εφοδιασμού και αξίας που αναπτύσσεται γύρω από τα τσιπάκια αριθμεί περισσότερες από 1000 εταιρείες. Κι επειδή …καμία περιοχή στο κόσμο δεν είναι «νησί», η Ταϊβάν ποντάρει στις συνεργασίες για να διατηρήσει ισχυρή την κραταιά βιομηχανία της. «Εισάγουμε εξοπλισμό ημιαγωγών κυρίως από την Ευρώπη και πρώτες ύλες από την Ιαπωνία (…) Οι δε ΗΠΑ είναι πρώτες παγκοσμίως στον σχεδιασμό τσιπ (…). Λόγω της ανάπτυξης της βιομηχανίας Τεχνητής Νοημοσύνης και της μεγάλης ζήτησης από την αυτοκινητοβιομηχανία στην Ευρώπη, θα δούμε όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη όλων των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Tαϊβάν και Ευρώπης στο προσεχές μέλλον» εκτιμά.
Σε ερώτημα σχετικά με το αν η Ταϊβάν μπορεί πραγματικά να διασφαλίσει ότι τα προϊόντα της TSMC, για παράδειγμα, δεν θα χρησιμοποιηθούν παράτυπα σε συσκευές όπως τα smartphones της κινεζικής Huawei, απαντά: «και Επικοινωνιών, έχουμε απευθυνθεί στη βιομηχανία μας, ώστε να τηρεί και να συμμορφώνεται με τους αμερικανικούς κανονισμούς» σημειώνει η Σίνθια Κιανγκ.
Eπιπλέον, προκειμένου η ευαίσθητη τεχνολογία από την Ταϊβάν να μη διασχίσει λαθραία τα σύνορα προς την Κίνα, έχουν ληφθεί μέτρα ώστε οι κινεζικές εταιρείες να μη μπορούν να διαφημίσουν θέσεις εργασίας στο νησί για να προσελκύσουν Ταϊβανέζους μηχανικούς, ενώ για κάθε πρότζεκτ που χρηματοδοτείται από την ταϊβανέζικη κυβέρνηση, απαιτείται ειδική άδεια για συνεργασία με την Κίνα. Παράλληλα, σε κάποια πανεπιστημιακά τμήματα της Ταϊβάν δεν επιτρέπεται η φοίτηση Κινέζων φοιτητών, ενώ η νομοθεσία έχει τροποποιηθεί, ώστε να αυξηθούν πρόστιμα και ποινές για την παραβίαση του νόμου περί εμπορικών μυστικών.
Στη δεύτερη θητεία του στην Προεδρία των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται αποφασισμένος ν’ αυξήσει σημαντικά τους τελωνειακούς δασμούς σε όλα τα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ από συγκεκριμένες χώρες. Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να καταστρέψει την οικονομία της Ταϊβάν; Κατά την Κιάνγκ, η Ταϊβάν παρακολουθεί πολύ στενά τι μέτρα θα πάρει ο Τραμπ όταν αναλάβει καθήκοντα. «Σίγουρα υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες. Αλλά η Ταϊβάν ανέκαθεν διατηρούσε πολύ καλή σχέση με τις ΗΠΑ. Στην πρώτη θητεία του Τραμπ, δημιουργήσαμε την ΕPPD (σ.σ. Economic Prosperity Partnership Dialogue), συνάντηση υπουργικού επιπέδου με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην οποία συζητούσαμε στρατηγικά ζητήματα, όπως η οικονομία, η εφοδιαστική αλυσίδα και η προμήθεια μετάλλων κρίσιμης σημασίας (…) Αν ο Τραμπ επιβάλει δασμούς, 60% στις εισαγωγές από Κίνα και 10% από άλλες χώρες όπως ανέφερε, νομίζουμε ότι η κατανάλωση στις ΗΠΑ θα επηρεαστεί, κι αυτό ίσως θα επηρεάσει επίσης όλο το παγκόσμιο εμπόριο. Η Ταϊβάν είναι βαρέως εξαρτώμενη από το εμπόριο, οπότε θα παρακολουθούμε στενά τι θα συμβαίνει» σημειώνει.
Τι θα συνέβαινε στην Ευρώπη σε περίπτωση σοβαρής αναταραχής στο Στενό της Ταϊβάν;
Την εκτίμηση ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστον δέκα χρόνια, προκειμένου η Ευρώπη να ανακάμψει από μια κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα των ημιαγωγών, συνεπεία σοβαρής αναταραχής στο Στενό της Ταϊβάν, διατυπώνει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πάτρικ Μπάντσκι (Patrik Budsky), καθηγητής στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Τσεχίας και πρώην σύμβουλος του υπουργού Επιστήμης, Ερευνας και Καινοτομίας της χώρας. Όπως επισημαίνει, κατά τη γνώμη του, για να ανακάμψει στα επίπεδα που θα βρισκόταν πριν από μια τέτοια κρίση και να συνεχίσει να τροφοδοτεί την ανάπτυξή της, η Ευρώπη θα χρειαζόταν να αυξήσει την παραγωγική δυναμικότητά της (στον τομέα των τσιπ) κατά τουλάχιστον δύο φορές, προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τη ζήτηση για εξαρτήματα ημιαγωγών. Δεδομένου δε ότι μια μονάδα παραγωγής ημιαγωγών χρειάζεται περίπου τέσσερα χρόνια για να μπει σε πλήρη παραγωγική λειτουργία, γίνεται εμφανές ότι η «επιχείρηση ανάκαμψη» θα απαιτούσε χρόνο,-αλλά και τεράστια κεφάλαια, σημαντικά κίνητρα και ορθή διακυβέρνηση.
Ο Πάτρικ Μπάντσκι επισημαίνει πως παρότι είναι δύσκολο να γίνουν ακριβείς προβλέψεις, ωστόσο οι επιπτώσεις μιας σοβαρής κρίσης στο Στενό της Ταϊβάν, η οποία θα «έκοβε τον δρόμο» της Ευρώπης προς την περιοχή του κόσμου όπου παράγεται το 90% των προηγμένων τσιπ παγκοσμίως και πάνω από το 50% των πιο κοινών ημιαγωγών- πιθανώς θα εκδηλώνονταν σε τρία στάδια: πρώτον, η Ευρώπη, αλλά και άλλες περιοχές του κόσμου, θα βρίσκονταν σε μια κατάσταση πολέμου στο πεδίο της οικονομίας, με κάποιες εταιρείες και χρηματαγορές να καταρρέουν. Έπειτα, θα γινόταν μια προσπάθεια να «τρέξουν» τουλάχιστον οι υπηρεσίες και να προτεραιοποιηθούν οι σημαντικότερες εξ αυτών. «Πιθανώς δεν θα είχαμε από ένα σημείο και μετά αρκετή υπολογιστική ισχύ, για να τρέξουμε όλες τις υπηρεσίες, οπότε θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ποιες από αυτές είναι απαραίτητες και ποιες όχι και να χρησιμοποιήσουμε τους διαθέσιμους σέρβερ για τις πιο αναγκαίες. Δεν είναι ότι θα επιστρέφαμε στη Λίθινη Εποχή, αλλά ότι δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε νέα πράγματα. Ακόμα και με αυτή την προτεραιοποίηση όμως, θα μπορούσαμε να “τρέξουμε” τις υπηρεσίες για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το επόμενο στάδιο είναι να δρομολογήσουμε τη δημιουργία νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων, ώστε να αρχίσουμε να δημιουργούμε τσιπ, που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να επιδιορθώσουμε ό,τι έχει “σπάσει”» λέει χαρακτηριστικά.
Όλες αυτές οι προσαρμογές, εξηγεί, θα χρειαζόταν τουλάχιστον δέκα χρόνια για να ολοκληρωθούν, αλλά το πόσο ακριβώς θα διαρκούσε η όλη διαδικασία συναρτάται με παράγοντες όπως η ποιότητα της διακυβέρνησης στην Ευρώπη και τον κόσμο, τα κίνητρα και η συνεργασία μεταξύ εταίρων. Φυσικά, προσθέτει, η Ευρώπη έχει κάποια ισχυρά «χαρτιά στο μανίκι της», μεταξύ των οποίων η πρωτοκαθεδρία της στην κατασκευή μηχανημάτων για ημιαγωγούς, μέσω της ολλανδικής ASML. Θα βοηθούσε την ΕΕ να εφαρμόσει συμφωνίες αντιπραγματισμού, τύπου «θα σου στείλω αυτά τα υλικά κι αυτό τον εξοπλισμό, σε αντάλλαγμα για εκείνα που χρειάζεται η Ευρώπη, για να αυξήσει την παραγωγική της δυναμικότητα». «Συνολικά θα είναι σαν μια διαχείριση κρίσης σε τεράστια κλίμακα και το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από το πόσο καλοί θα είμαστε σε αυτή τη διαχείριση» συμπληρώνει, υπενθυμίζοντας ότι το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς ημιαγωγών αναμένεται να ξεπεράσει το 1 τρισ. δολάρια ώς το 2030, έναντι 527 δισ. το 2023. Συνοψίζοντας, απαντά στο ερώτημα «τι θα γινόταν αν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν;» με ένα άλλο ερώτημα: «σας άρεσαν οι δεκαετίες του ’70 και του ’80;».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ