Κώστας Καραγκούνης: Γεωργική οικονομία και εκμεταλλεύσεις. Με την ματιά προς το μέλλον.
Μετά την COVID εποχή και τον συνεχιζομενο πολεμο στην Ουκρανια , οι Ελληνες αγρότες πέρασαν μεγαλες προκλήσεις βλεποντας να αυξάνεται δραματικά το κοστος παραγωγής των προϊόντων τους. Η κυβέρνηση την ίδια περίοδο στήριξε τον Έλληνα αγρότη, καταφέρνοντας να διατηρήσει τα ίδια κεφάλαια που είχε και στην προηγούμενη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), όταν ο συνολικός Προϋπολογισμός της ΚΑΠ για την υπόλοιπη Ευρώπη έπεσε περίπου 10%.
Η κυβέρνηση έχει στο επίκεντρο τον Έλληνα αγρότη, δίνοντας υψηλή προτεραιότητα στην Περιφερειακή Ανάπτυξη αναγνωρίζοντας την βαρύνουσα σημασία σε όρους ΑΕΠ και απασχόλησης που έχει η Γεωργία για την πλειονότητα των 13 Περιφερειών της χώρας. Αναγνωρίζει την σημασία της αγροδιατροφης ως προωθητικη οικονομική δραστηριότητα, την βιομηχανίας τροφίμων ως τον σημαντικότερο κλάδο μεταποίησης με μεγάλα περιθώρια προστιθέμενης αξίας. Τέλος αναγνωρίζει, την βαρύνουσα σημασία των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων στις ελληνικές εξαγωγές, δεδομένου ότι τα δύο τελευταία χρόνια έχουμε επιτέλους θετικό αγροτικό ισοζύγιο με την αξία των εξαγωγών να υπερβαίνουν την αξία των εισαγωγών.
Ως πολιτεία οφείλουμε να δώσουμε έμφαση στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και πώς αυτές θα εξελιχθούν σε γεωργικές επιχειρήσεις.
Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των αγροτικών περιοχών της Χώρας και η παρουσία τους είναι ανεκτίμητη, αφού:
(α) παρέχουν πολλά δημόσια αγαθά καθώς συμβάλλουν στη διατήρηση της ποικιλομορφίας του τοπίου της υπαίθρου,
(β) εξασφαλίζουν τη διαβίωση χιλιάδων ανθρώπων,
(γ) προστατεύουν τις πλούσιες παραδόσεις και τα λαϊκά έθιμα του τόπου και
(δ) παράγουν εξαιρετικά παραδοσιακά προϊόντα.
Συνεπώς, η στήριξη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και η ενίσχυση της βιωσιμότητάς τους κρίνεται επιτακτική, καθώς καλούνται, αφενός να λειτουργήσουν σύμφωνα με ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που καθορίζεται από την Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) και αφετέρου, γιατί πρέπει να αντιμετωπίσουν χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Το νέο παραγωγικό μοντέλο του αγροτοδιατροφικού τομέα κινείται στην κατεύθυνση επανακαθορισμού του μίγματος πολιτικών και μέτρων για τη διασφάλιση της μεσο – μακροπρόθεσμης οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής του βιωσιμότητας και έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
(α) στηρίζεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της ενθάρρυνσης της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών, διασφαλίζοντας παράλληλα ένα δίκαιο γεωργικό εισόδημα στους παραγωγούς,
(β) είναι προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις – προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής με μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της Γεωργίας, παρέχοντας παράλληλα στους καταναλωτές ασφαλή και υγιεινά τρόφιμα και
(γ) θέτει στο επίκεντρο τη βιώσιμη ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, με έμφαση στην ηλικιακή αναζωογόνησή τους με την προώθηση της νεανικής επιχειρηματικότητας.
Παράλληλα πρέπει να αντιμετωπισθούν χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως:
• το μικρό φυσικό και οικονομικό μέγεθος της συντριπτικής πλειονότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, που δεν επιτρέπει την ορθολογική εκμηχάνιση και την επίτευξη οικονομιών κλίμακας,
• οι πολύπλοκες σχέσεις συναλλαγής μεταξύ των κρίκων της αγροδιατροφικής αλυσίδας, που συχνά είναι ετεροβαρείς για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις,
• ο περιορισμένος αριθμός πιστοποιημένων γεωργικών προϊόντων με ικανοποιητικό όγκο παραγωγής, που εμποδίζουν την πραγματοποίηση ικανοποιητικών συμφωνιών,
• η περιορισμένη εισαγωγή Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της «γεωργίας ακριβείας» και το χαμηλό δυναμικό για την ανάπτυξη καινοτομίας,
• οι σοβαρές απειλές από την κλιματική αλλαγή, που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά το ύψος και τη σύνθεση της γεωργικής παραγωγής, τις στρεμματικές αποδόσεις, επομένως και το γεωργικό εισόδημα,
• η αστάθεια των τιμών στην αγορά, εξαιτίας γεωπολιτικών και μακροοικονομικών εξελίξεων, που συνήθως επιτείνεται από την ύπαρξη ενδιάμεσων αγοραστών, οι οποίοι υπαγορεύουν τις τιμές και αποκομίζουν κέρδη εκμεταλλευόμενοι την ευάλωτη κατάσταση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων,
• η αύξηση της προστιθέμενης αξίας των γεωργικών προϊόντων στους κλάδους της μεταποίησης και της εμπορίας, την οποία πρέπει να απολαμβάνουν και οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις και
• οι συγχωνεύσεις – εξαγορές διεθνώς στη μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων, που μειώνουν τη διαπραγματευτική δύναμη των μεμονωμένων παραγωγών.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) υπάρχουν 11 εκατομμύρια γεωργικές εκμεταλλεύσεις που λειτουργούν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αντίθετα, τόσο οι μεταποιητές όσο και οι έμποροι λιανικής είναι πολύ πιο συνδεδεμένοι στις δραστηριότητές τους. Αυτή η ασύμμετρη διαπραγματευτική ισχύς δυσκολεύει τους γεωργούς στην προάσπιση των συμφερόντων τους κατά τη διαπραγμάτευση με άλλους παράγοντες που έχουν ρόλο στην αλυσίδα εφοδιασμού. Για να ενισχύσει τη συλλογική διαπραγματευτική ισχύ των γεωργών, η ΕΕ στηρίζει τους γεωργούς που επιθυμούν να συνεργαστούν με άλλους γεωργούς στο πλαίσιο Οργανώσεων Παραγωγών (ΟΠ). Οι ΟΠ μπορούν να λαμβάνουν διάφορες νομικές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών συνεταιρισμών. Σήμερα στην ΕΕ υπάρχουν περίπου 3.480 αναγνωρισμένες ΟΠ. Οι ΟΠ και οι Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών (ΕΟΠ) βοηθούν τους γεωργούς να μειώνουν το κόστος των συναλλαγών και να συνεργάζονται για τη μεταποίηση και την εμπορική προώθηση των προϊόντων τους.
Στη Χώρα μας η κουλτούρα της συνεργασίας δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη για δύο κυρίως λόγους:
(α) της απαξίωσης που γνώρισε το συνεταιριστικό κίνημα στη δεκαετία 1980 και
(β) της αντίληψης, ότι η γη είναι περιουσιακό στοιχείο και όχι στοιχείο παραγωγής.
Οι προαναφερόμενες αδυναμίες των γεωργικών εκμεταλλεύσεων αντιμετωπίζονται λυσιτελώς με την οργάνωσή τους σε Συλλογικά Σχήματα (Ομάδες Παραγωγών, Οργανώσεις Παραγωγών και Συνεταιρισμούς), καθώς ενισχύεται η συλλογική διαπραγματευτική ισχύ τους και επομένως, αυξάνεται το αποκτούμενο γεωργικό εισόδημα με τους εξής τρόπους:
(α) με δημιουργία οικονομιών κλίμακας στην προμήθεια εισροών και υπηρεσιών,
(β) με την παροχή τεχνικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης,
(γ) με την πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες,
(δ) με τη συγκέντρωση της προσφοράς των γεωργικών προϊόντων και αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης (με όρους ποσότητας, ποιότητας, χρονικής κλιμάκωσης κλπ), έναντι επιχειρήσεων του επόμενου κρίκου της εφοδιαστικής αλυσίδας,
(ε) με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών, που θέτουν οι αγοραστές στα πλαίσια συμβολαίων και
(στ) με τη λειτουργία κοινής υποδομής για συσκευασία – τυποποίηση – επεξεργασία των παραγόμενων γεωργικών προϊόντων και προώθηση/πώληση αυτών στο χονδρεμπόριο ή στο λιανεμπόριο στην Ελλάδα ή σε επιλεγμένες αγορές του εξωτερικού.
Επιπλέον, οι αναγνωρισμένες Οργανώσεις Παραγωγών μπορούν να επωφελούνται οικονομικά, μέσω διαφόρων προγραμμάτων της ΕΕ. Ορισμένα προγράμματα χρηματοδότησης είναι σχεδιασμένα μόνο για Ομάδες/Οργανώσεις Παραγωγών ανεξαρτήτως προϊόντος, άλλα αφορούν ΟΠ για συγκεκριμένα προϊόντα ή κλάδους (π.χ. οπωροκηπευτικά, ελαιόλαδο/ελιές) και άλλα πριμοδοτούν πρωτοβουλίες ΟΠ έναντι ιδιωτικών πρωτοβουλιών. Σε κάποιες περιπτώσεις η χρηματοδότηση έχει τη μορφή της κατ’ αποκοπή επιδότησης με την προϋπόθεση της επίτευξης συγκεκριμένων στόχων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχει τη μορφή της συγχρηματοδότησης δαπανών που πραγματοποιεί η Ομάδα/Οργάνωση Παραγωγών. Όμως, σε κάθε περίπτωση η Ομάδα/Οργάνωση Παραγωγών οφείλει να αναζητήσει το πρόγραμμα χρηματοδότησης με γνώμονα τις πραγματικές της ανάγκες και τους στόχους που έχει θέσει, προκειμένου η ενίσχυση που θα λάβει να έχει το βέλτιστο αποτέλεσμα.
Τέλος, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το νόμο 4935/2022 στα φυσικά πρόσωπα, κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, παρέχεται το κίνητρο της απαλλαγής από την καταβολή φόρου εισοδήματος επί των πραγματοποιούμενων προ φόρου κερδών, τα οποία προκύπτουν από την άσκηση ατομικής αγροτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, με βάση τη φορολογική νομοθεσία, κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), εφόσον είναι μέλη Συλλογικών Σχημάτων εγγεγραμμένων στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών φορέων του άρθρου 22 του ν. 4673/2020 και προμηθεύουν το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα με ποσότητες προϊόντων ίσες με το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) τουλάχιστον της συνολικής ποσότητας όμοιων ή παρεμφερών προϊόντων παραγωγής τους.