Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος για την «Κιβωτό του κόσμου»: «Ομερτά», ήτοι «ὁ νόμος της σιωπής»
Μέ ἀφορμή τά ὅσα ἀποκαλύπτονται γιά τήν «Κιβωτό τοῦ Κόσμου», δημιουργοῦνται πολλά ἐρωτηματικά, ἀναφύονται πολλά προβλήματα πού σχετίζονται μέ τόν τρόπο ἀναπτύξεως ὅλου αὐτοῦ τοῦ συστήματος, καί τόν τρόπο λειτουργίας του μέχρι τώρα.
Κάθε λογικός ἄνθρωπος διερωτᾶται: Γιατί ὅλο αὐτό τό σύστημα δέν ἐλεγχόταν ἀπό ὅλους τούς ἐμπλεκομένους καί ὑπευθύνους φορεῖς πάνω ἀπό 20 χρόνια λειτουργίας του, καί τώρα, ὕστερα ἀπό μερικές ἀποκαλύψεις, πέφτουν ἀπό τά σύννεφα; Δέν ζοῦμε σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος πού πρέπει ὅλα νά ἐλέγχονται; Πῶς εἶναι δυνατόν νά δίνονται μεγάλες ἐπιχορηγήσεις χωρίς νά ἐλέγχεται τό ἀποτέλεσμα; Ποιοί κρύβονται κάτω ἀπό ἕναν τέτοιο μεγάλο ὀργανισμό; Γιατί ἕνα τέτοιο σύστημα προσέλκυε τόν ἔπαινο ἐγχώριων, εὐρωπαϊκῶν καί παγκόσμιων Ὀργανισμῶν; Γιατί ἔμπειροι δημοσιογράφοι τό ἐπαινοῦσαν, στούς ὁποίους δέν μπορῶ νά ἀποδώσω τόν χαρακτηρισμό τῆς ἀφέλειας; Καί πολλά ἄλλα ἐρωτήματα δημιουργοῦνται σέ κάθε λογικό καί νόμιμο πολίτη.
Παρακολουθώντας τήν ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς κάπου εἶδα νά γράφεται, καί γιά παρόμοια θέματα ἡ λέξη καί ἡ νοοτροπία «ὀμερτά». Ὁ ὄρος «ὀμερτά», κατά τήν Βικιπαίδεια, εἶναι λατινικῆς προέλευσης. Συναντᾶται στίς περιοχές τῆς Σικελίας, τῆς Καλαβρίας καί τῆς Ἀπουλίας, καί δηλώνει μιά κατάσταση κατά τήν ὁποία ὑπάρχει ἰσχυρή παρουσία παρανόμων ὀργανώσεων. Ἔτσι, μέ τόν ὅρο «ὀμερτά» δηλώνεται ἡ συνεργασία τῶν παρανόμων μέ προηγηθεῖσα συνεννόηση μέ τίς ἀρχές, ὁπότε ὁ ὅρος αὐτός (ὀμερτά) εἶναι ὁ νόμος τῆς σιωπῆς, καί ἡ παραβίασή του πρέπει νά τιμωρηθῆ μέ θάνατο. Γι’ αὐτό ἐπικρατεῖ ἡ σικελική παροιμία «ὅποιος δέν ἀκούει, δέν βλέπει καί δέν μιλάει, ζεῖ ἑκατό χρόνια»!
Ὁ νόμος «ὀμερτά» εἶναι «ἕνας ἄγραφος νόμος σιωπῆς», εἶναι «ὁ κώδικας ἀφοσίωσης καί ἄρνησης συνεργασίας μέ τήν ἀστυνομία». Πάνω ἀπό τήν δύναμη καί τόν φόβο «στέκεται ἡ τιμή», ἡ ὁποία ξέρει «νά κρατᾶ τό στόμα κλειστό». Ἀλλιῶς… «Κι ἄν ἡ τιμή δέν μιλᾶ, τό χρῆμα εἶναι φλύαρο» (Puzo Mario).
Φυσικά, δέν θέλω μέ κανέναν τρόπο νά συνδέσω τό ἔργο τῆς «Κιβωτοῦ τοῦ Κόσμου» μέ τήν σκληρή ἀρχή τῆς «ὀμερτά», ἀφοῦ δέν ἔχω στοιχεῖα γι’ αὐτό, καί εἶναι ἔργο τῆς δικαιοσύνης νά διαλευκάνη τήν ὑπόθεση αὐτή.
Ἐκεῖνο, ὅμως, πού μέ προβληματίζει εἶναι τά ἐρωτηματικά πού ἐγείρονται γύρω ἀπό τήν ὑπόθεση αὐτήν, μερικά ἀπό τά ὁποῖα ἀνέφερα καί προηγουμένως. Διότι ὅλο αὐτό τό ἔργο πού ἐπιτέλεσε ἡ «Κιβωτός τοῦ Κόσμου» ὅλα αὐτά τά χρόνια, δέν μπορῶ, ὅση καλή διάθεση καί ἄν ἔχω, νά ἀποδεχθῶ ὅτι τό ἔκανε μόνο ἕνας Ἱερέας μέ τήν Πρεσβυτέρα του, ὅσα χαρίσματα καί ἄν εἶχαν, καί ὅτι δέν ὑπάρχουν καί ἄλλοι πού κρύβονται κάτω ἀπό αὐτήν τήν ὑπόθεση, γιά νά τό δημιουργήσουν, νά τό προβάλλουν, νά τό διαφημίσουν, ἀλλά καί νά ἐπαινέσουν τόν Ἱερέα σέ διεθνῆ φόρα καί νά ἀποσπάσουν τούς εὐρωπαϊκούς καί ἐγχώριους ἐπαίνους.
Τώρα, ὕστερα ἀπό μερικές ἀποκαλύψεις οἱ περισσότεροι σιωποῦν καί ἐνεργοῦν σάν τόν Πόντιο Πιλάτο: «Ἀθῷός εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε» (Ματθ. κζ΄, 25).
Ποιοί, λοιπόν, ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας ἔχουν τήν εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ ἔργου; Ποιοί τό ἐπεξέτειναν; Ποιοί ἦταν ὑπεύθυνοι νά τό ἐλέγξουν καί δέν τό ἔκαναν; Ποιοί γνώριζαν σημαντικές πτυχές κατά τήν πορεία του καί σιωποῦσαν; Τά ἐρωτήματα μποροῦν νά εἶναι περισσότερα. Γνωρίζω, βεβαίως, ὅτι καί οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι, Χριστόδουλος καί Ἱερώνυμος, θέλησαν νά τό θέσουν ὑπό τήν ἐπίβλεψη τῆς Ἐκκλησίας καί δέν μπόρεσαν. Ποιοί εὐθύνονται γι’ αὐτό;
Ἔτσι, στήν περίπτωση αὐτήν ὑπάρχει ἕνας νόμος σιωπῆς, πού σέ τελική μορφή εἶναι ἔνοχη σιωπή.
Τό θέμα, ὅμως, ἔχει καί ἄλλες προεκτάσεις, τίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζουν καθημερινῶς ὅσοι ἀσκοῦν διοίκηση, εἴτε πολιτική-κρατική εἴτε ἐκκλησιαστική.
Ὅποιος ἀναλάβει μιά διοίκηση συνήθως ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ μεγάλα ἤ μικρά προβλήματα, μέ παρανομίες, παρατυπίες, ἀντικανονικότητες, ἀντιδημοκρατικές καί ἀντιεκκλησιαστικές νοοτροπίες, πού ὑποβόσκουν στόν χῶρο τῆς διοικήσεως, εἴτε κρατικῆς εἴτε ἐκκλησιαστικῆς καί εἶχαν παγιωθῆ γιά πολύ καιρό.
Τότε βρίσκεται μπροστά σέ ἐκπλήξεις καί προβληματισμούς: Τί θά κάνη; Θά λειτουργήση μέ τόν νόμο τῆς ἔνοχης σιωπῆς, θά καλύψη ὅλο αὐτό τό παράνομο καί ἀντιεκκλησιαστικό σύστημα πού ἔχει πολιτικές καί κοινωνικές διαστάσεις, ἀφοῦ ἐμπλέκονται διάφοροι παράγοντες μέ ὅλες τίς ἔκνομες συνέπειες; Θά τίς διορθώση ἄν τό θέλουν καί οἱ ἄλλοι ἤ θά τίς ἀποκαλύψη, μέ ἀποτέλεσμα νά περιέλθη σέ μιά δίνη δικαστικῶν διενέξεων, σέ ἕνα ὄργιο συκοφαντιῶν ὅλων αὐτῶν τῶν μελῶν, πού ἀνήκουν στήν φαινομενικά «καλή» καί τήν ὑπόγεια κοινωνία, πού ὀνομάζεται καί «κίτρινη φυλή»; Θά ἀποδεχθῆ νά μετάσχη καί αὐτός σέ αὐτόν τόν κόσμο τῆς ἔνοχης σιωπῆς, ἐκβιάζοντας καί ἐκβιαζόμενος, ἤ θά θελήση νά μείνη ἐλεύθερος, δεχόμενος, ὅμως, καταιγισμό ἐπιθέσεων καί συκοφαντιῶν, πού ἄν δέν ἔχει καλή νομική ὑποστήριξη μποροῦν νά τόν ὁδηγήσουν στά Δικαστήρια καί ἐνδεχομένως ὑπόδικο, παρά τήν ἀθωότητά του;
Καί ἄν ἕνας κρατικός ἤ ἐκκλησιαστικός ἡγέτης δέν συνάντησε στήν διοίκησή του τέτοια «κυκλώματα», εἶναι σχεδόν σίγουρο ὅτι θά τόν πλησιάσουν γιά νά τόν ἐμπλέξουν, μέ πρόφαση τό «καλό ἔργο πού πρόκειται νά γίνη γιά τό καλό τῆς κοινωνίας, τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ λαοῦ». Ὁπότε, ἄν δέν εἶναι εὐφυής ἤ ἄν δέν ἔχει πεῖρα διοικητική, εὔκολα μπορεῖ νά συνεργήση σέ τέτοιες συμπράξεις καί συμφωνίες γιά τό «καλό τῆς κοινωνίας, τῶν ἀνθρώπων, τῆς Ἐκκλησίας καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ», καί δέν θά εἶναι εὔκολο νά ἐνεργήση ἐλεύθερα, ὅταν βρεθῆ μπροστά σέ ἀπρόοπτα. Γιατί σέ δύσκολες καταστάσεις «ὁ νόμος τῆς σιωπῆς» διασπᾶται ἀπό αὐτούς πού ἐμπλέκονται σέ ἄλλα ἀνταγωνιστικά κυκλώματα.
Ἔτσι, ἡ νοοτροπία τοῦ νόμου τῆς σιωπῆς λειτουργεῖ πολλές φορές, χωρίς ὁ διοικητής, εἴτε πολιτικός εἴτε ἐκκλησιαστικός, νά ἐμπλακῆ σέ παρανομίες. Ἐπειδή, ἴσως, γνωρίζει πῶς λειτουργεῖ τό «σύστημα» μπορεῖ νά σκεφθῆ «λογικά»:
«Γιατί νά μπλέξω κρίνοντας αὐτήν τήν παρανομία; Γιατί νά ὑποστῶ διωγμούς καί συκοφαντίες; Γιατί νά χάσω τήν εἰρήνη καί τήν ἠρεμία μου; Ἄς μή ἀσχοληθῶ μαζί τους, ἄς κάνω πῶς δέν καταλαβαίνω, ἄς ἀφήσω τό πεδίο ἐλεύθερο νά δροῦν, ἄς δέχομαι τούς ἐπαίνους τους, καί ἄν ἔλθη κάτι στήν ἐπιφάνεια, ἄς ἀφήσω αὐτά τά κυκλώματα νά τό καλύψουν, καί ἐγώ νά διατείνομαι ὅτι δέν ἤξερα τί γινόταν, καί φυσικά τότε, μετά τήν ἀνακάλυψη τῶν παρανομιῶν, νά ἐπικαλοῦμαι τόν νόμο, τήν δικαιοσύνη, τήν εὔρρυθμη λειτουργία τῆς κοινωνίας καί νά ἀσκῶ μετά τά γεγονότα κριτική».
Ὅμως, μέ τέτοιες νοοτροπίες δέν μπορεῖ νά λειτουργήση τό δημοκρατικό σύστημα στήν κοινωνία, οὔτε ἡ κανονικότητα στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ νοοτροπία πολλῶν διοικητῶν, πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν, ὅταν βλέπουν νά ἀνδρώνεται ἕνα ἔκνομο σύστημα νά σιωποῦν καί νά «εὐλογοῦν» τά γεγονότα, γιά νά περνοῦν αὐτοί καλά, καί ἄς τά διορθώση ὁ διάδοχός τους, εἶναι μιά ἔμμεση συμμετοχή σέ παρανομίες καί σέ ἀντιεκκλησιαστικότητες.
Θυμᾶμαι ὅτι ὁ Γέροντάς μου, ὁ ἅγιος Καλλίνικος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, ὅταν βρισκόταν σέ παρόμοιες προτάσεις ἐνάρξεως ἑνός ἔργου, πού δέν πληροῦσε τίς ἀπαραίτητες ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, ἔλεγε: «Δέν πρέπει νά γίνη αὐτό γιά νά μή βρῆ δυσκολίες ὁ διάδοχός μου». Δέν σκεφτόταν νά φανῆ ὀ ἴδιος καλός, μέ τήν ἀποδοχή ἑνός «καλοῦ» ἔργου, ἀλλά κυρίως νά μἠ βασανισθῆ ὁ διάδοχός του Μητροπολίτης. Αὐτή εἶναι ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική νοοτροπία.
Σκέφτομαι: Πόσοι ἀπό μᾶς δέν ταλαιπωρούμαστε ἀπό τέτοιες νοοτροπίες Κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν; Θεωρῶ ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἕνας Κληρικός νά ἐκμεταλλεύεται τό ἐκκλησιαστικό σύστημα καί νά δημιουργῆ «ἀτομικό» ἕργο πού τόν προβάλλει, γιά νά ἀποσπᾶ τόν ἔπαινο καί τήν προσοχή τῶν ἀρχόντων καί τοῦ λαοῦ, πού τελικά λειτουργεῖ ὡς «καρκινικό κύτταρο» καί «ὄγκος» μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας!
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ πολιτικοί καί ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες πρέπει νά ἔχουν εἰλικρίνεια διαθέσεων, ἐπάρκεια γνώσεως καί ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καί νά μή ἐπιτρέπουν τήν ἀνάδειξη τέτοιων ἀντικοινωνικῶν καί ἀντιεκκλησιαστικῶν μορφωμάτων. Καί ὅταν τά συναντοῦν νά διαχωρίζουν τήν εὐθύνη τους, νά τά θεραπεύουν, ἄν εἶναι δυνατόν, καί ἄν εἶναι ἀθεράπευτα νά τά ἀπομονώνουν, μέ ὁποιοδήποτε κόστος.
Δέν πρέπει νά συμβιβαζόμαστε μέ ὁποιαδήποτε μορφή «ὀμερτά» ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ἐντάξει μέ τήν συνείδησή μας, τόν Θεό, πού διά τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀνέθεσε αὐτό τό ἔργο, νά ποιμαίνουμε ἕναν λαό, καί μέ τήν Πολιτεία ἐπειδή διευθύνουμε ἕνα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Δέν μποροῦμε οὔτε πρέπει «νά συμβιβαζόμαστε μέ τούς συμβιβασμούς».