Μήνυμα Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού για την Κυριακή 3 Μαρτίου
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι Γέροντες, παλαιοὶ καὶ σύγχρονοι, συμφωνοῦν ἀπολύτως πὼς ἡ σημερινὴ παραβολὴ περιέχει συγκεντρωμένο ὁλόκληρο τὸν θησαυρὸ τοῦ Εὐαγγελίου. Διότι, ἀγαπητοί μου, τί ἄλλο εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ μία πρόσκληση γιὰ μετάνοια καὶ μία διαβεβαίωση γιὰ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κάθε ἄνθρωπο;
Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὁ μικρότερος γιὸς ἐνὸς πατέρα γοητεύεται ἀπὸ τὸ ἄγνωστο. Ἡ πληρότητα καὶ ἡ ἀσφάλεια τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ ἀποτελοῦν γι’ αὐτὸν ἀφόρητο περιορισμό. Οἱ συμβουλὲς καὶ οἱ ὑποδείξεις τοῦ Πατέρα ἀποτελοῦν βαριὰ δεσμά. Ζητάει τὴν ἐλευθερία του καὶ ἐλπίζει νὰ τὴν βρεῖ σὲ χώρα μακρινή, ἐκεῖ ὅπου πιστεύει πὼς δὲν φτάνει ἡ πατρικὴ ματιά. Ἀπὸ γιός, μετατρέπεται ξαφνικὰ σὲ ξένο. Θέλει νὰ ξεχάσει τὴν καταγωγή του. Θέλει νὰ ξεχάσει τὴν πατρικὴ ἀγάπη ποὺ τόσο ἁπλόχερα δέχτηκε. Θέλει νὰ ξεχάσει ὅσα ἀπολάμβανε στὸ πατρικό του σπίτι. Ἡ πατρικὴ καρδιὰ ὅμως δὲν σταματᾷ νὰ θυμᾶται καὶ νὰ περιμένει. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη δὲν στερεύει. Πρὸς τὸ παρὸν, ὅμως, εἶναι μία ἀγάπη χωρὶς ἀνταπόκριση. Μιὰ ἀγάπη γεμάτη ἀγωνία. Μιὰ ἀγάπη σταυρωμένη, διότι γνωρίζει πὼς οἱ ἐπιλογὲς τοῦ παιδιοῦ του θὰ τὸ μετατρέψουν σύντομα, ἀπὸ ἀρχοντόπουλο σὲ ζητιάνο.
Καὶ πράγματι, ὁ ἄσωτος γιὸς φτάνει γρήγορα μπροστὰ στὸ ἀμείλικτο δίλημμα: ἤ θὰ πεθάνει ἀπὸ πεῖνα στὰ ξένα ἢ θὰ πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ζωῆς του, ἀποφασίζει νὰ ἐπιστρέψει καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ διεκδικήσει τίποτε. Ξέρει πὼς δὲν δικαιοῦται τὴν ἀποκατάσταση στὴν προηγούμενη κατάσταση. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐνδιαφέρει. Τοῦ ἀρκεῖ νὰ κερδίσει τὴ ζωὴ κι ἄς εἶναι πιὰ ἕνας ὑπηρέτης. Θὰ βρεῖ, ὅμως, ἄραγε, τὴν πόρτα ἀνοικτή;
Οἱ εἰκόνες πού μᾶς δίνει ἡ παραβολὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ φιλεύσπλαχνου πατέρα ποὺ πάντα περιμένει, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήσουν κανέναν ἀσυγκίνητο. Ἔχοντας διαρκῶς στραμμένο τὸ βλέμμα πρὸς τὴν κατεύθυνση τὴν ὁποία πῆρε ὁ ἄσωτος γιὸς του, τὸν διακρίνει ἀπὸ μακριά. Οὔτε κὰν τὸν περιμένει. Σπεύδει ὁ ἴδιος νὰ τὸν συναντήσει ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ σπιτιοῦ του καὶ νὰ τὸν πάρει στὴν ἀγκαλιά του. Ὅση εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ μετανοημένου παιδιοῦ Του, τόση εἶναι καὶ ἡ ἀνακούφισή Του ποὺ τὸ κρατᾷ ξανὰ στὴν ἀγκαλιά Του. Μὲ τὴν διακριτικότητα ποὺ συνοδεύει πάντα τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, ἀντιλαμβάνεται πὼς δὲν εἶναι ὥρα γιὰ συζητήσεις. Ἀκούει τὸ «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου», ὅμως σιωπᾷ, μήπως καὶ τὰ λόγια θεριέψουν τὴν ἐνοχὴ καὶ τὶς τύψεις τοῦ παιδιοῦ Του. Σπεύδει νὰ τὸν παρηγορήσει μὲ τὴ συμπεριφορά Του. Τὸν ξαναντύνει μὲ τὴν λαμπρὴ στολὴ καὶ τοῦ φορὰ τὸ δαχτυλίδι ποὺ δικαιοῦνται νὰ φέρουν μόνον τὰ παιδιά Του. Κάνει τραπέζι ὑποδοχῆς, σφάζοντας τὸν μόσχο τὸν σιτευτό, τὸν προορισμένο γιὰ τὴν πιὸ σημαντικὴ μέρα τοῦ χρόνου. Κυρίως, ὅμως, εἶναι πανευτυχὴς γιατί ἄκουσε ξανὰ τὸν μικρότερο γιό του νὰ τὸν ἀποκαλεῖ «πατέρα».
Καὶ ἐνῷ τὸ σπίτι γεμίζει χαρά, ἔρχεται πάλι ὁ πόνος στὴν καρδιά Του, βλέποντας τὸν ἄλλο Του γιὸ νὰ μένει ἐκεῖνος τώρα ἔξω ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι· ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐμφανιζόταν ὡς τὸ καλὸ καὶ ὑπάκουο παιδὶ ποὺ θὰ ἤθελε ἡ κάθε οἰκογένεια. Ἐκεῖνον, ὅμως, τοῦ ὁποίου ἡ ὑπακοὴ δὲν συνοδεύτηκε ἀπὸ τὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πατέρα κι ἔτσι, ἂν καὶ παρέμενε στὸ πατρικὸ σπίτι, ζοῦσε σὰν ξένος. Διότι, ἂν καὶ δὲν ἀποχωρίστηκε ποτὲ σωματικὰ ἀπὸ τὸν πατέρα, ἡ καρδιά του δὲν κατάφερε νὰ συντονιστεῖ μὲ τὴν παλλόμενη ἀπὸ ἔλεος καὶ φιλευσπλαχνία πατρικὴ καρδιά.
Τώρα, ὅμως, ὁ Πατέρας δὲν μένει σιωπηλός. Ἀποφασίζει νὰ μιλήσει καὶ νὰ θυμίσει στὸν μεγάλο του γιὸ πώς, ὄχι ἕνας ἄγνωστος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός του ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε, νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε. Κι ἂν στὸ μικρότερο γιό, ἡ πατρική Του καρδιὰ σταυρώθηκε ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη, τώρα, στὸν μεγαλύτερο, σταυρώνεται ἀπὸ τὴν ἀποξένωση. Μὲ πόνο βλέπει πὼς γιὰ τὸ παιδὶ του εἶναι ἕνας ξένος, ἕνα ἀφεντικό. Ἂν παρατηρήσετε τὸν διάλογο, ὁ μεγαλύτερος γιὸς δὲν τὸν ἀποκαλεῖ κὰν «πατέρα».
Ὅπως βλέπετε, ἀδερφοί μου, ὁ Διάβολος ἔχει πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι. Ἄλλοτε, πρὸς ἐκείνους ποὺ ἕλκονται ἀπὸ τὴν ἀσυδοσία, χρησιμοποιεῖ τὰ θέλγητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ παραποιεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζοντας τὲς ὡς ἐμπόδιο στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀχαλίνωτη ἡδονή τους. Ἄλλοτε, πρὸς ἐκείνους ποὺ παραμένουν πιστοὶ καὶ συνεπεῖς στὶς ἐντολὲς τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα, δηλητηριάζει τὴν προθυμία τους μὲ τὸ δηλητήριο τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς σκληροκαρδίας. Στὴ μία περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος μεταβάλλεται σὲ ὅμοιο τῶν χοίρων καὶ τρέφεται ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα. Στὴν ἄλλη, μεταβάλλεται σὲ κριτὴ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τρέφεται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ φθόνου καὶ τῆς μισαλλοδοξίας. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἴδιο: Ὁ ἄνθρωπος ἀποτυγχάνει νὰ μοιάσει στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ ἀδυνατεῖ νὰ γίνει ἀληθινὸ παιδί Του. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ὁ ἄνθρωπος μένει ἔξω ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι.
Ὁ Θεὸς, ὅμως, περιμένει πάντα τὴν ἐπιστροφή μας. Εἴτε ἐπιστρέφοντας ὡς ἄσωτοι, εἴτε ἐπιστρέφοντας ὡς σκληρόκαρδοι εἶναι πάντα πρόθυμος νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ καὶ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν πλοῦτο τῆς φιλευσπλαχνίας Του καὶ τὸν θησαυρὸ τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς πού μᾶς ἐπιφυλάσσει. Ὅσο ἐρχόμαστε «εἰς ἑαυτόν», ὅπως ἔκανε ὁ ἄσωτος, ὅσο συνερχόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ σκοτίζει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας, τόσο θὰ ἀποκαλύπτεται σ’ ἐμᾶς ὁ δρόμος πρὸς τὴν πόρτα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου. Ὅσο παραδιδόμαστε στὴν ἀγάπη Του, τόσο θὰ ἐγκαταλείπουμε ὅλες τὶς σκέψεις καὶ ὅλες τὶς πράξεις πού μας ἀπομακρύνουν ἀπὸ Αὐτόν. Ὅσο μετανοοῦμε εἰλικρινά, τόσο θὰ ἀνοίγονται ρωγμὲς στὴ σκληροκαρδία μας, ὥστε ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἔλεός Του νὰ μᾶς μεταβάλλουν σταδιακὰ σὲ γνήσια τέκνα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀγάπης Του.
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Τὸ Τριώδιο ἀποτελεῖ περίοδο προετοιμασίας γιὰ μία συνάντηση μὲ τὸν Πατέρα μας. Ἀποτελεῖ ὅμως καὶ μία εὐκαιρία, ὥστε μὲ θάρρος νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅλα ἐκεῖνα πού μας χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό μας. Μέσα μας ζοῦν καὶ τὰ δυὸ ἀδέλφια τῆς παραβολῆς. Ἄλλοτε, μὲ τὴν ἁμαρτία μας ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στερούμεθα τὰ πλούτη τοῦ ἐλέους Του. Ἄλλοτε, μὲ τὴ σκληροκαρδία μας, ἂν καὶ ἐξωτερικὰ τηροῦμε ὅλες τὶς ἐντολές, κλείνουμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς σὲ πληγωμένους ἀδελφούς μας.
Ἄς γίνουμε, λοιπόν, συγχρόνως, ἄνθρωποι μετάνοιας ἀλλὰ καὶ ἀγάπης, βρίσκοντας τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὸ πατρικὸ σπίτι καὶ καλώντας ὅλους τους ἀδελφούς μας νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο αὐτὸν μαζί. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ