Μήνυμα Κυριακής Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
Το Ευαγγέλιο είναι η ζωντανή αλήθεια
που αποκαλύπτει τον ζωντανό Θεό
Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
«Ποίος είσαι και με ποίο κύρος μιλάς;». Αυτή ήταν η μόνιμη αμφισβήτηση που ακολουθούσε τον Απόστολο Παύλο στην διάρκεια όλων των περιοδειών του. Προερχόταν κυρίως από τους Ιουδαΐζοντες, δηλαδή εκείνους τους Χριστιανούς που δίδασκαν πως, για να επιτύχει ένας άνθρωπος την σωτηρία του μέσω της πίστεως στον Ιησού Χριστό, είναι απαραίτητη η τήρηση των διαφόρων λειτουργικών διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου. Δίδασκαν με φανατισμό πως οι Χριστιανοί που προέρχονται από τους εθνικούς, δηλαδή τους ειδωλολάτρες, έπρεπε να τηρούν με ακρίβεια αυτές τις τελετουργίες και προπάντων την περιτομή.
Ο Παύλος αντέκρουε διαρκώς αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας πως, με την έλευση του Χριστού, κάθε τι το παλαιό δεν έχει ισχύ και πως ο άνθρωπος σώζεται χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, παρά μόνον με την πίστη του στον Χριστό και την συμμόρφωση της ζωής του με τις εντολές του Ευαγγελίου.
Προκειμένου, λοιπόν, οι Ιουδαΐζοντες Χριστιανοί να κλονίσουν το κήρυγμα του Παύλου, υπέσκαπταν το κύρος του, υποστηρίζοντας πως δεν είναι ισάξιος των δώδεκα Αποστόλων, καθώς, ουδέποτε συνάντησε τον Κύριο και ουδέποτε υπήρξε μαθητής Του.
Θα περίμενε κανείς πως ο Παύλος θα προσπαθούσε να υπερασπιστεί την αυθεντία του κηρύγματός του, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα και την σημασία του αποστολικού του έργου. Αντί γι’ αυτό, τί διαπιστώνουμε σήμερα; Απευθυνόμενος στους Γαλάτες, μειώνει τον εαυτό του, θυμίζοντας στους αποδέκτες της επιστολής πως υπήρξε ο πλέον φανατικός Χριστιανομάχος και, κατ’ επέκταση, ο μεγαλύτερος εχθρός του ίδιου του Χριστού. Ποίος είναι, άραγε, ο σκοπός του; Να παρουσιαστεί στους ακροατές του ως ζωντανή απόδειξη της θαυματουργικής δυνάμεως του Ευαγγελίου που τώρα διδάσκει και να τους διαβεβαιώσει πως, ακόμη και αυτός, ο φανατικότερος διώκτης του Χριστιανισμού, με την χάρη του Ευαγγελίου, μεταστράφηκε σε σκεύος εκλογής και αφοσιωμένο Απόστολο του Εσταυρωμένου.
Όλες οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου είναι διαποτισμένες από την βαθιά ταπείνωσή του, η οποία πηγάζει από την ανάμνηση της παλιάς του ζωής. Είναι όμως διαποτισμένες και από βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον Ιησού Χριστό, ο οποίος επέλεξε αυτόν, έναν πρώην διώκτη Του, προκειμένου να αναλάβει την διάδοση της διδασκαλίας της αγάπης σε όλη την Οικουμένη. Ο απόστολος Παύλος δεν αποτελεί μόνον κήρυκα της εν Χριστώ σωτηρίας αλλά και ζωντανό παράδειγμα των δύο αυτών μεγίστων αρετών• της ταπεινοφροσύνης και της ευγνωμοσύνης.
Τί εννοεί, όμως, ο Παύλος, μιλώντας για Ευαγγέλιο; Οπωσδήποτε, δεν εννοεί ένα βιβλίο, όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα εμείς. Στα κηρύγματά του δεν διάβαζε κείμενα και δεν επικαλείτο γραπτές μαρτυρίες. Για εκείνον, Ευαγγέλιο είναι το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού. Μοναδική του επιδίωξη ήταν να μεταβληθεί ο ίδιος σε ένα μέσον, έναν δίαυλο, μέσω του οποίου οι ακροατές του θα συναντούσαν, ο καθένας προσωπικά, τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή.
Το ίδιο επιθυμεί και για μας σήμερα! Βεβαίως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Ευαγγελικά κείμενα ακούγονται διαρκώς, είτε από τον άμβωνα, είτε από ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, είτε και μέσω του διαδικτύου. Πολλοί άνθρωποι, σε όλο τον κόσμο, συγκινούνται από τον ευαγγελικό λόγο. Πολλοί αγωνίζονται να προσαρμόσουν την ζωή τους στις ευαγγελικές διδαχές. Μάλιστα, κατά καιρούς, υποστηρίχθηκε πως, πάνω στο Ευαγγέλιο μπορεί να στηριχθεί ένα πανανθρώπινο πολιτικό σύστημα.
Η βαθύτερη, όμως, ουσία του Ευαγγελίου δεν είναι, ούτε μια απλή αλλαγή συμπεριφοράς, ούτε η μετατροπή του Χριστιανισμού σε ιδεολογία. Υπέρτατος σκοπός του Ευαγγελίου είναι η μεταμόρφωση του ανθρώπου σε τέκνο Θεού, μέσω εκείνου του προσώπου, το οποίο βρίσκεται πίσω από κάθε κεφάλαιο και κάθε χωρίο του ευαγγελικού κειμένου• του προσώπου του Ιησού Χριστού. Για τον λόγο αυτό, οι Άγιοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας, μας προτρέπουν να μην προσεγγίζουμε το Ευαγγέλιο απλώς ως ένα γοητευτικό και ψυχωφελές κείμενο, αλλά ως μία ζωντανή αλήθεια, η οποία, μέσω των λέξεων, αποκαλύπτει τον ζωντανό Θεό. Συμβουλεύουν μάλιστα, πριν την ανάγνωσή του, να προηγείται η προσευχή, με βασικό αίτημα την διάνοιξη των οφθαλμών της ψυχής, ώστε ο άνθρωπος να υπερβεί τα νοήματα και να συναντήσει Εκείνον, τον όντως Συγγραφέα, τον Κύριο μας, ο Οποίος αποτελεί και τον τελικό σκοπό όλης της ευαγγελικής διδασκαλίας.
Αυτή την αλήθεια επιθυμεί να εμπεδώσει στους Γαλάτες, αλλά και σε όλους μας ο απόστολος Παύλος. Γι’ αυτό και στον πρώτο στίχο της σημερινής αποστολικής περικοπής, ακούμε: «Πρέπει να ξέρετε, αδελφοί μου, πως το ευαγγέλιο που σας κήρυξα εγώ δεν προέρχεται από άνθρωπο».
Πόση δύναμη, πόση παρηγοριά, αλλά και πόση ευγνωμοσύνη γεμίζουν την καρδιά μας αυτά τα λόγια για το μεγάλο δώρο του Ευαγγελίου του Χριστού, το οποίο αποτελεί τον μεγαλύτερο θησαυρό της Εκκλησίας μας! Αλλά και πόσο θαυμασμό εκ μέρους μας δικαιούται ο μεγάλος Απόστολος, καθώς διαπιστώνουμε την βαθύτατη ταπείνωσή του, την μείωση του εαυτού του και την εξύψωση του Ιησού Χριστού, του μεγάλου Ευεργέτη και Λυτρωτή εκείνου και όλων μας!
Το Ευαγγέλιο αποτελεί αποκάλυψη του Θεού. Αυτό διδάσκει ο Παύλος. Και ακριβώς, για τον λόγο αυτό, το Ευαγγέλιο βιώνεται και ερμηνεύεται αυθεντικά μόνον εντός της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί το σώμα του ίδιου του Χριστού, προεκτεινόμενο στην Ιστορία. Ευαγγέλιο και Εκκλησία δεν είναι απλώς συνδεδεμένα μεταξύ τους• είναι ταυτισμένα. Η Εκκλησία αποτελεί κοινωνία αγίων, δηλαδή κοινωνία εκείνων, οι οποίοι μετέβαλαν το Ευαγγέλιο σε πράξη και ζωή. Μόνον, λοιπόν, ο λόγος, κυρίως όμως το ήθος των Αγίων Πατέρων μας, ερμηνεύουν αυθεντικά το Ευαγγέλιο. Μελετώντας τα διδάγματά τους και μιμούμενοι το παράδειγμά τους, γινόμαστε μέτοχοι του φωτισμού που έλαβαν από το Πνεύμα του Θεού. Πράγματι, το Άγιο Πνεύμα είναι η πηγή του Ευαγγελίου και μόνον μέσω αυτού, βρισκόμαστε σε θέση να προσεγγίσουμε το βάθος και να βιώσουμε την αλήθειά του.
Το Ευαγγέλιο αποτελεί πνευματικό θησαυρό, που παραμένει διαρκώς διαθέσιμο, ώστε να θρέψει την ψυχή μας με υπερκόσμιους θησαυρούς. Δεν μπορεί όμως να καρποφορήσει μέσα μας, αν η ανάγνωση ή η ακρόασή του δεν συνοδεύεται από πίστη, προσευχή και ολόψυχη συμμετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Χωρίς τον θείο φωτισμό, οπωσδήποτε το ευαγγελικό κείμενο θα παρουσιάζει πάντα υψηλά νοήματα, δεν θα αποκαλύψει όμως ποτέ σε έναν απλό αναγνώστη το υπέρτατο βάθος του, που δεν είναι άλλο από το πρόσωπο του Χριστού μας.
Όσο Αυτόν επιζητούμε, όσο προσλαμβάνουμε την Χάρη Του, μέσω των Θείων Μυστηρίων και όσο το Ευαγγέλιο αποτελεί καθημερινό μας ανάγνωσμα, όπως, άλλωστε, όλοι ανεξαιρέτως οι Άγιοι συμβουλεύουν, είναι βέβαιο πως θα βιώνουμε διαρκώς την παρουσία Εκείνου, ο οποίος επιθυμεί να μετατρέψει την ζωή μας σε ένα διαρκές θαύμα.