Καμπανάκια από το γραφείο προϋπολογισμού
Τάσσεται υπέρ της νέας αύξησης στον κατώτατο μισθό, προειδοποιεί όμως πως μια γενικευμένη αύξηση μισθών θα μπορούσε να ανατροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης καθώς στο ερώτημα αν – και μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ- θα πιαστεί ο εκτιμώμενος δημοσιονομικός στόχος, γνέφει καταφατικά.
Το 2% πρωτογενές έλλειμμα για φέτος δεν κινδυνεύει σύμφωνα με την έκθεση όσο τα μέτρα είναι λελογισμένα και στοχευμένα. Κι αυτό γιατί η γενική οικονομία της χώρας είναι θετική παρά τη δυσκολία του διεθνούς περιβάλλοντος.
Ο ρυθμός ανάπτυξης ίσως να ξεπεράσει και τον αναθεωρημένο στόχο του 5,3% , η ανεργία μειώνεται σταθερά και αυξάνεται η απασχόληση, το κύρος της χώρας αυξήθηκε με την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία και την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ ενώ ο υψηλός πληθωρισμός – που αποτελεί «μουτζούρα» – έχει και τα θετικά του καθώς μειώνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ.
Ενώ όμως η φωτογραφία της στιγμή είναι πολύ θετική για την Ελληνική οικονομία, μακροπρόθεσμα «παραμονεύουν» κίνδυνοι. Πρώτος και καλύτερος ο πληθωρισμός, ο οποίος διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών κι εγείρει φυσικά το ερώτημα «τι κάνουμε με τους μισθούς»; Το Γραφείο Προϋπολογισμού τάσσεται υπέρ και της νέας αύξησης του κατώτατου μισθού ο οποίος παραμένει πολύ χαμηλός, όμως χτυπά καμπανάκι κινδύνου για μια γενικευμένη αύξηση μισθών η οποία θα μπορούσε να ανατροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Συνιστά λοιπόν να βρεθεί η χρυσή τομή με δεδομένο ότι ο υψηλός πληθωρισμός θα παραμείνει για κάποιο διάστημα. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, στην Ευρωζώνη θα κορυφωθεί στο 10,5% τον Ιανουάριο.
Και ο 2ος κίνδυνος έχει να κάνει με τον πληθωρισμό, για την ακρίβεια την στρατηγική που έχουν επιλέξει οι κεντρικές τράπεζες για να τον αντιμετωπίσουν. Και που δεν είναι άλλη από την ομοβροντία πολύ επιθετικών – κάποιες φορές ιστορικά πρωτόγνωρων- αυξήσεων επιτοκίων. Μέσα στο τελευταίο 48ωρο οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Νορβηγία ακόμη και την Ινδονησία και τη Νότια Αφρική ανακοίνωσαν πολύ απότομες αυξήσεις. Είναι τόσο απότομες ώστε αρκετοί αναλυτές να τις κατηγορούν ότι θυσιάζουν την ανάπτυξη ενώ διάφοροι οίκοι και τράπεζες με τελευταία την Goldman Sachsαλλάζουν τις προβλέψεις τους για την ευρωζώνη βλέποντας ύφεση το 2023. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι οι χώρες με υψηλό δημόσιο αλλά και ιδιωτικό χρέος όπως η Ελλάδα που θα επηρεαστούν περισσότερο. Από τη μια γιατί τα υψηλά επιτόκια κάνουν ακριβότερο τον δανεισμό και από την άλλη γιατί σε υφεσιακό περιβάλλον είναι πιο δύσκολο να πετυχαίνεις πρωτογενή πλεονάσματα για να εξυπηρετείς το χρέος. Στην κυβέρνηση πάντως προς το παρόν δεν βλέπουν ύφεση για το 2023.
Εξυπακούεται ότι στους κινδύνους βρίσκεται και ο συνεχιζόμενος πόλεμος ο οποίος δυνητικά θα μπορούσε να βλάψει το επενδυτικό μομέντουμ που έχει αποκτήσει η χώρα κάτι πάντως που προς το παρόν δεν παρατηρείται.
Ο ελέφαντας πάντως στο δωμάτιο είναι η πολιτική σταθερότητα. Η χώρα πλησιάζει σε διπλή κάλπη, η αβεβαιότητα αυξάνεται και μάλιστα είναι και ο βασικός λόγος που η Moody’s την περασμένη εβδομάδα δεν μας αναβάθμισε.
Γι’ αυτό και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής καλεί το σύνολο του πολιτικού κόσμου να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ώστε να επιτευχθεί ένας ελάχιστος βαθμός συναίνεσης ώστε να διασκεδαστούν οι όποιες αμφιβολίες για την διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και πριν αλλά και μετά τις εκλογές.
Του Χρυσόστομου Τσούφη
skai.gr