Νερό για έναν χρόνο στην Αθήνα – Το φράγμα των Κρεμαστών προβάλλει ως η μόνη ρεαλιστική διέξοδος

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια το νερό στην Αθήνα έμοιαζε ανεξάντλητο. Οι ταμιευτήρες έφταναν σε επίπεδα που εξασφάλιζαν άφθονο νερό στις βρύσες.
Tο 2019, τα αποθέματα επαρκούσαν για τέσσερις συνεχόμενες χρονιές, φτάνοντας σχεδόν στα 1,2 εκατομμύρια κυβικά μέτρα.
Σήμερα, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική: η πρωτεύουσα διαθέτει νερό μόλις για έναν χρόνο. Εάν οι βροχές και οι χιονοπτώσεις του χειμώνα αποδειχθούν φτωχές, τότε από το 2027 η Αθήνα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει πραγματικό πρόβλημα ύδρευσης.
Το σενάριο δεν είναι μακρινό, αλλά η ψυχρή μαθηματική αποτύπωση της κλιματικής αλλαγής, της παρατεταμένης ανομβρίας και της αυξημένης κατανάλωσης -σταθερά κατά 6% από το 2023- με τους καταναλωτές να έχουν «χαλαρώσει» τις συνήθειες και να σπαταλούν αλόγιστα νερό.
Η κρίση του νερού απειλεί να σκάσει στα χέρια της κυβέρνησης ακριβώς την περίοδο των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τεχνικό ή περιβαλλοντικό.
Είναι πλέον πολιτικό, δημιουργώντας έναν πρόσθετο πονοκέφαλο στο κυβερνητικό επιτελείο. Το εθνικό σχέδιο για τη διαχείριση της λειψυδρίας και των υδάτινων πόρων παραμένει σε εκκρεμότητα, καθώς οι ανακοινώσεις του καλοκαιριού, αντί να ξεκαθαρίσουν το τοπίο, το θόλωσαν ακόμη περισσότερο.
Σήμερα, δύο εισηγμένες εταιρείες, η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, καλύπτουν λίγο πάνω από τον μισό πληθυσμό της χώρας, ενώ περίπου 400 δημοτικές επιχειρήσεις διαχειρίζονται το πόσιμο νερό και άλλες 400 μικρότερες μονάδες το αρδευτικό.
Η «μπίζνα του νερού» αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον όλων των μεγάλων ενεργειακών και κατασκευαστικών ομίλων της χώρας, ενώ ισχυρές ευρωπαϊκές πολυεθνικές σπεύδουν να ανοίξουν γραφεία στην Αθήνα, παρακολουθώντας από κοντά τις εξελίξεις στη διαχείριση των υδάτων, καθώς ανοίγει μια αγορά δισεκατομμυρίων σε έργα και υποδομές νερού.
Την ίδια στιγμή, στο παρασκήνιο εξελίσσεται μια θεσμική μάχη για το ποιος θα ελέγχει τη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Υπάρχουν σενάρια εμπλοκής της ΔΕΗ, σκέψεις για ενοποιημένο φορέα ύδατος, αλλά και ανησυχίες για ανείσπρακτους λογαριασμούς και την ανάγκη κρατικών επιδοτήσεων.
Ωστόσο, όπως παραδέχονται συνομιλητές που γνωρίζουν το ζήτημα εκ των έσω, η συζήτηση μοιάζει δευτερεύουσα: τι να διαχειριστείς χωρίς νερό; Σε όλο αυτό το σκηνικό απουσιάζει ένα στοιχείο που είχε καθοριστικό ρόλο σε προηγούμενες κρίσεις, τη δεκαετία του ’90.
Τότε η Πολιτεία είχε κινητοποιήσει εκστρατείες ενημέρωσης και περιορισμού κατανάλωσης. Σήμερα, παρότι η απειλή είναι μπροστά στα μάτια μας, αντίστοιχη καμπάνια δεν έχει ξεκινήσει.
Μολονότι, αντίστοιχες πολιτικές έχουν ενστερνιστεί πιο βόρειες πόλεις από εμάς όπως το Οσλο και η Στοκχόλμη, ενώ χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ιρλανδία έχουν βάλει στόχο τη μείωση της κατανάλωσης έως και 15%.
Οι ταμιευτήρες αδειάζουν
Την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου, τα αποθέματα της ΕΥΔΑΠ στους τρεις ταμιευτήρες ήταν 408,4 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, όταν ακριβώς πριν από ένα χρόνο ήταν 644,7, δηλαδή υπολείπεται κατά 236 εκατομμύρια κ.μ.
Η χειρότερη χρονιά που καταγράφεται στην ιστορία των υδατικών αποθεμάτων ήταν το 1993 επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Τότε η κυβέρνηση σχεδόν επέβαλε «δελτίο» νερού με τους ταμιευτήρες στα 122 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, παίρνοντας έκτακτα μέτρα με δραστικούς περιορισμούς νερού και πρόστιμα υπερκατανάλωσης!
Ο γενικός διευθυντής Υδρευσης της ΕΥΔΑΠ Γιώργος Καραγιάννης περιγράφει την κατάσταση με αρκετό ρεαλισμό. «Δεν έχουμε φτάσει σε σημείο να λείπει το νερό από τη βρύση κανενός», διευκρινίζει.
Οπως λέει, χρειαζόμαστε κάθε χρόνο 450-500 εκατομμύρια κ.μ. νερού για να έχουμε το νερό μιας χρονιάς.
Ωστόσο, τα αποθέματα μειώνονται και αν συνεχίσουμε έτσι, θα βρεθούμε μπροστά σε έλλειμμα».
Το υδραγωγικό σύστημα της Αθήνας στηρίζεται κυρίως στον Εύηνο και τον Μόρνο. Μέχρι πρόσφατα, η λίμνη Υλίκη παρέμενε εφεδρική, λόγω του υψηλού κόστους άντλησης (καθώς βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο από την Αθήνα και απαιτεί διπλή ανύψωση νερού).
Ομως, η μείωση των αποθεμάτων ανάγκασε την ΕΥΔΑΠ από πέρυσι να εντάξει και την Υλίκη στο σύστημα, μαζί με τις γεωτρήσεις της Μαυροσουβάλας στις υπώρειες της Πάρνηθας.
Συνολικά, περίπου το 40% της κατανάλωσης της πόλης καλύπτεται πλέον από αυτές τις «εφεδρικές» πηγές, ενώ το υπόλοιπο 60% προέρχεται από τον Μόρνο και τον Εύηνο.
Ενεργοποίηση παλαιών υποδομών
Ταυτόχρονα, μπροστά στον κίνδυνο των ελλειμματικών ταμιευτήρων, η ΕΥΔΑΠ αναβιώνει εγκαταστάσεις που είχαν εγκαταλειφθεί από τη δεκαετία του ’90.
Μέχρι να φτάσει στη μόνιμη και αξιόπιστη λύση που είναι η τροφοδοσία του ταμιευτήρα του Εύηνου μέσω της λίμνης Κρεμαστών και της σύνδεσης δύο ποταμών: αρχικά με τον Κρικελοπόταμο, με σήραγγα περίπου 12 χιλιομέτρων, και ακολούθως με τον Καρπενησιώτη, με δεύτερη σήραγγα 7 χιλιομέτρων με κόστος που εκτιμάται στα 450 εκατ. ευρώ.
Για τα έργα αυτά έχει ολοκληρωθεί η προμελέτη και ακολουθούν τα τεύχη προκήρυξης για την ανάθεση της κύριας μελέτης, με στόχο τουλάχιστον η πρώτη φάση (οι δύο σήραγγες προς τα ποτάμια) να ολοκληρωθούν σε 3 έως 4 χρόνια, σενάριο που φαντάζει μάλλον υπεραισιόδοξο.
Μέχρι τότε, η ΕΥΔΑΠ προσπαθεί να συντηρήσει τα αποθέματά της στους ταμιευτήρες, ελπίζοντας να ξαναγεμίσουν σε μια καλή υδρολογική περίοδο αλλά και αναζήτηση νέων πηγών.
Οι έρευνες διεξάγονται στον λεγόμενο μέσο ρου του Βοιωτικού Κηφισού (Ορχομενός Βοιωτίας, Κάστρο), περιοχή πλούσια σε υδάτινους πόρους, από την οποία μπορούν να αντληθούν νερά από 17 γεωτρήσεις και να ξαναζωντανέψουν παλιότερα αντλιοστάσια που λειτούργησαν στην προηγούμενη κρίση τη δεκαετία του ’90.
Ωστόσο, υπάρχουν σε εξέλιξη διαμαρτυρίες από αγρότες της περιοχής που αντιδρούν στην άντληση νερού, θέμα που θα χρειαστεί πολιτική παρέμβαση.
Τα στελέχη της ΕΥΔΑΠ αναφέρουν ότι αν έπρεπε να υδροδοτηθεί η Αττική μόνο από αυτή την περιοχή, το νερό θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες για 1 έως 2 μήνες σε ετήσια βάση, κάτι που μόνο επικουρικά μπορεί να αντιμετωπιστεί έστω και ως ενδιάμεση λύση.
Αντίστοιχες προσπάθειες δρομολογούνται στην περιοχή των Ούγγρων κάτω από την Υλίκη αλλά και σε γεωτρήσεις νοτιοδυτικά της λίμνης, οι οποίες όμως μπορούν να τροφοδοτήσουν μόνο την Υλίκη και όχι τον Μόρνο ώστε να πάει το νερό στο σύνολο των 4 διυλιστηρίων και να δώσει νερό σε όλη την πόλη.
Μόρνος, Ιούλιος 2025: Τα υδάτινα αποθέματα του βασικού ταμιευτήρα της Αττικής συρρικνώνονται δραματικά, όπως φαίνεται στην αεροφωτογραφία. Τα απομεινάρια του χωριού Καλλίου αποκαλύπτονται
Κήρυξη εκτάκτου ανάγκης
«Δεν αρκεί να ξέρεις ότι υπάρχει νερό», εξηγεί ο γενικός διευθυντής της ΕΥΔΑΠ, χρειάζονται και έργα (αντλιοστάσια, ανακατασκευές, αγωγοί), δουλειά χρονοβόρα και δαπανηρή, αλλά απαραίτητη. Ο νόμος 4412 για τις δημόσιες συμβάσεις θεωρείται τροχοπέδη.
«Καλούμαστε να σχεδιάσουμε έργα χωρίς καμία ευελιξία χρόνου», αναφέρει. «Η μόνη διέξοδος θα ήταν να κηρύξουμε την πόλη σε κατάσταση λειψυδρίας, κάτι που θα επέτρεπε επίσπευση των διαδικασιών».
Ωστόσο, κανείς δεν φαίνεται να θέλει να σηκώσει το βάρος αυτής της απόφασης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 που η λειψυδρία είχε χτυπήσει ξανά την Αττική υπήρξαν έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας νερού: απαγόρευση πλυσίματος αυτοκινήτων με λάστιχο, ποτίσματος κήπων και γκαζόν, γέμισμα πισινών, όρια κατανάλωσης για οικιακές και επαγγελματικές χρήσεις, πρόστιμα για υπερκατανάλωση, όρια κατανάλωσης κ.ά.
Φωτογραφία της λίμνης του Μαραθώνα από τον Σεπτέμβριο του 2024
Λίμνη Μαραθώνα: Κορυφή υψώματος που έχει κατακλυστεί από τα νερά αποκαλύφθηκε φέτος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά
Τα μέτρα του 1992-93
Τότε, η κυβέρνηση του πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έκανε έκκληση στους Αθηναίους να μειώσουν την κατανάλωση νερού για να μη σταματήσουν οι βρύσες να τρέχουν νερό.
Ο Τύπος της εποχής είναι πολύ κατατοπιστικός για τα όσα διαδραματίζονταν το 1991 και το 1992 στα ελληνικά νοικοκυριά: έβαζαν τουβλάκια στα καζανάκια για να περιορίσουν την ποσότητα του νερού που έφευγε σε κάθε πάτημα και τοποθετούσαν διακόπτες στα ντους για αυτόματη διακοπή νερού χωρίς να χαλάει το μείγμα ζεστού-κρύου νερού.
Τότε αυξήθηκε και η τιμή του νερού ως μπαμπούλας για την υπερκατανάλωση, αλλά εγκρίθηκε και η χρηματοδότηση επειγόντων έργων για να φέρουν νερό στο Λεκανοπέδιο.
«Το ΦΕΚ εκείνης της περιόδου είναι ένας μπούσουλας για το τι θα μπορούσε να γίνει. Δεν είμαστε όμως εκεί και εύχομαι να μη φτάσουμε ποτέ. Χρειάζονται προληπτικά μέτρα, όμως, γιατί δεν πρέπει να πιάσει φωτιά για να τρέξουμε», επισημαίνει ο γενικός διευθυντής Υδρευσης της ΕΥΔΑΠ.
Μέσα σε αυτή την ανακατωσούρα που προκαλεί η ανομβρία, ένα από τα όπλα στη φαρέτρα της ΕΥΔΑΠ είναι και η αφαλάτωση.
Η Επιχείρηση έχει αναθέσει σε εταιρεία συμβούλων τη μελέτη για πιθανές θέσεις και χωροθέτηση εργοστασίου αφαλάτωσης δυναμικότητας 150.000-200.000 κυβικών μέτρων σε ημερήσια βάση.
Για εντός της Αττικής έχουν προταθεί η περιοχή του Λαυρίου στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ και στα Μέγαρα, ενώ εκτός Αττικής έχουν προταθεί η Θίσβη και τα Ασπρα Σπίτια Βοιωτίας.
Μέχρι στιγμής ως επικρατέστερη λύση προβάλλει η Θίσβη. Η επιλογή της περιοχής δεν είναι τυχαία: βρίσκεται κοντά στη γραμμή του υδραγωγείου Μόρνου, 10 χιλιόμετρα από τον αγωγό του ταμιευτήρα, γεγονός που επιτρέπει την ένταξη του παραγόμενου νερού στο δίκτυο.
«Η Αθήνα δεν είναι Νάξος για να βάλει τη μονάδα αφαλάτωσης έξω από το δημαρχείο που περνά ο αγωγός του νερού», αναφέρει ο κ. Καραγιάννης.
Η αφαλάτωση, όμως, δεν είναι πανάκεια. Εχει υψηλό κόστος, περιβαλλοντικές επιπτώσεις (λόγω της άλμης που επιστρέφει στη θάλασσα) και απαιτεί τεράστιες ποσότητες ενέργειας.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται αναγκαία δικλείδα ασφαλείας για το μέλλον. «Ενδεικτικό στοιχείο του κόστους είναι ότι σήμερα στη χαμηλή κλίμακα νερού της ΕΥΔΑΠ, το κόστος ανά κυβικό υπολογίζεται σε 0,60 λεπτά.
Το κόστος αυτό με την αφαλάτωση θα πάει στο 1,10 με 1,20 ευρώ το κυβικό», αναφέρει στέλεχος εταιρείας που ασχολείται με την κατασκευή και λειτουργία μονάδων αφαλάτωσης.
Το κόστος του νερού
Το νερό στην Ελλάδα είναι από τα φθηνότερα στην Ευρώπη. Αυτό αποτελεί κοινωνικό κέρδος, αλλά και πρόβλημα, καθώς δεν ενθαρρύνει τη συνετή χρήση.
Η εισαγωγή αφαλατωμένου νερού θα αυξήσει αναπόφευκτα το κόστος. «Το ζήτημα δεν είναι αν θα πληρώσουμε παραπάνω», αναφέρει ο κ. Καραγιάννης.
«Το ζήτημα είναι να έχουμε νερό». Το κόστος του νερού, πάντως, είναι ένα στοιχείο που έρχεται με δόσεις στο προσκήνιο, αλλά η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ και η κυβέρνηση φροντίζουν να μην το συντηρούν για ευνόητους λόγους.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ Χάρης Σαχίνης μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στους αναλυτές ξεκαθάρισε ότι η Επιχείρηση βρίσκεται σε αναμονή της απόφασης της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) για τον καθορισμό των νέων τιμολογίων και του «επιτρεπόμενου εσόδου».
Οπως σημείωσε, η ρυθμιστική περίοδος έπρεπε να είχε ξεκινήσει από την 1η Ιανουαρίου 2025.
Η απόφαση αυτή θα αποτελέσει, όπως είπε, «κομβικό βήμα» καθώς εισάγει για πρώτη φορά στη χώρα την ευρωπαϊκή οδηγία για την πλήρη ανάκτηση κόστους στο νερό.
Το νέο πλαίσιο θα στηριχθεί στο μοντέλο της Ρυθμιζόμενης Περιουσιακής Βάσης (RAB) (σ.σ.: της αξίας των παγίων, δηλαδή δίκτυα ύδρευσης, αντλιοστάσια, κέντρα επεξεργασίας λυμάτων κ.ά.), με στόχο να εξασφαλιστεί δίκαιη και διαφανής τιμολόγηση, αλλά και να καλύπτονται οι επενδυτικές ανάγκες.
Ενα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που ανέδειξε η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ στην πρόσφατη ενημέρωση των αναλυτών είναι η λεγόμενη «υποανάκτηση εσόδων». Ο όρος περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία η εταιρεία εισπράττει λιγότερα έσοδα από όσα θεωρείται ότι δικαιούται, με βάση το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που δεν έχει ακόμη τεθεί σε εφαρμογή.
Συγκεκριμένα, το σύστημα τιμολόγησης μέσω της RAB προβλέπει ότι η ΕΥΔΑΠ θα πρέπει να καλύπτει όλες τις λειτουργικές της δαπάνες, τις αποσβέσεις, τις φορολογικές της υποχρεώσεις, καθώς και μια εύλογη απόδοση κεφαλαίου. Ομως, ελλείψει απόφασης της ΡΑΑΕΥ για το «επιτρεπόμενο έσοδο», η Εταιρεία συνεχίζει να λειτουργεί με τα παλιά τιμολόγια, τα οποία δεν επαρκούν για να καλύψουν πλήρως αυτές τις ανάγκες.
Κρεμαστά ή αφαλάτωση;
«Η υδροδότηση της Αττικής βρίσκεται σε οριακό σημείο. Τα διαθέσιμα αποθέματα νερού εκτιμάται ότι επαρκούν το πολύ για δύο ακόμη χρόνια, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις, και η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις. Το κεντρικό ερώτημα επομένως δεν είναι ποιος θα διαχειριστεί το νερό, αλλά αν θα υπάρχει νερό για να διαχειριστεί», λέει άνθρωπος που παρακολουθεί από κοντά τον κυβερνητικό σχεδιασμό αλλά και τη στάθμη των ταμιευτήρων της ΕΥΔΑΠ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο χρόνος. Οι τεχνικές εκτιμήσεις συγκλίνουν πως κανένα μεγάλο έργο δεν μπορεί να παραδοθεί πριν περάσουν 2,5 με 3 χρόνια. Η αβεβαιότητα γύρω από τις βροχοπτώσεις σημαίνει ότι η κρίση μπορεί να ξεσπάσει νωρίτερα, μέσα στην τρέχουσα κυβερνητική θητεία. Η πίεση είναι συνεπώς ασφυκτική.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η εκτροπή από το φράγμα των Κρεμαστών προβάλλει ως η μόνη ρεαλιστική διέξοδος. Οι υποστηρικτές της λύσης μιλούν για ένα έργο που, έστω και τμηματικά μπορεί να αποδώσει αποτελέσματα σε διάστημα 1,5 με 2 έτη, αν ξεκινήσει άμεσα.
Για παράδειγμα, η διάνοιξη της σήραγγας με μετροπόντικα θεωρούν ότι μπορεί να εξασφαλίσει ταχύτητα και ασφάλεια, ενώ το πλεονέκτημα είναι προφανές: το φράγμα διαθέτει επάρκεια όγκου νερού ώστε να καλύψει τις ανάγκες της Αττικής για πολλά χρόνια.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Αττική χρειάζεται άμεση λύση. Στελέχη του τεχνικού κόσμου που θα επιστρατευτούν για να δώσουν λύσεις υπογραμμίζουν ότι τα Κρεμαστά είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να δώσει χειροπιαστό αποτέλεσμα στον χρονικό ορίζοντα της κρίσης.
Η εικόνα είναι ξεκάθαρη: η Αθήνα δεν διψά σήμερα, αλλά αν δεν γίνουν έγκαιρα τα αναγκαία έργα και αν συνεχιστεί η ανομβρία, η κατάσταση θα γίνει οριακή μέσα στα επόμενα χρόνια.
Η ΕΥΔΑΠ κινείται σε πολλά μέτωπα, από γεωτρήσεις μέχρι αφαλάτωση, προσπαθώντας να εξασφαλίσει ότι το ποτήρι της πρωτεύουσας θα παραμένει γεμάτο.
Το νερό δεν είναι ανεξάντλητο. Χρειάζεται υποδομές, σχέδιο και συνείδηση. Και κυρίως χρειάζεται χρόνος – ο οποίος, όπως δείχνουν τα δεδομένα, δεν επαρκεί.
Φωτογραφίες: sooc.gr
protothema.gr

Ακολουθήστε το Agrinio2Day στο Google News

