Μήνυμα Κυριακής του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
Το φώς και η ζωή που ανέτειλαν από το κενό μνημείο
είναι ισχυρότερα και από το πιο πυκνό σκοτάδι
Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
Κάτι παράξενο, κάτι σπάνιο αν όχι μοναδικό, χαρακτηρίζει την σημερινή ευαγγελική περικοπή. Βρισκόμαστε μόλις δύο εβδομάδες μετά το χαρμόσυνο γεγονός της Αναστάσεως και θα περίμενε κανείς να ακούσει μία εξιστόρηση, σχετικά με μία ακόμη εμφάνιση του Αναστημένου Χριστού. Κι όμως! Ο Κύριός μας, ο Εξολοθρευτής του θανάτου και ο Νικητής του Άδη, σήμερα, απουσιάζει παντελώς. Μιλά γι’ Αυτόν μόνον ο άγγελος, απευθυνόμενος προς τις Μυροφόρες:
«Ψάχνετε για τον Ιησού από την Ναζαρέτ, τον Εσταυρωμένο; Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν εναποθέσει».
Μοιάζει ο χρόνος να γυρίζει πίσω. Βρισκόμαστε ξανά ενώπιον των γεγονότων που συνέβησαν αμέσως μετά τον θάνατο του Χριστού μας. Παρακολουθούμε την Αποκαθήλωση και την Ταφή Του. Ακούμε, μαζί με τις Μυροφόρες, το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως. Σήμερα, πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι απλοί, άνθρωποι σαν εμάς. Πρόσωπα που βίωσαν τα δραματικά γεγονότα του Γολγοθά και βυθίστηκαν σε μία βαθιά απογοήτευση, βλέποντας τον αγαπημένο τους Ιησού ως έναν μεγάλο ηττημένο.
Πρόκειται, κατ αρχάς, για τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία και τον Νικόδημο, που αναφέρονται στην αντίστοιχη περικοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Ήταν και οι δύο μέλη του θρησκευτικού κατεστημένου των Εβραίων. Μικρή η αναφορά γι’ αυτούς στα Ευαγγέλια, μεγάλη όμως η ψυχική τους δύναμη. Όταν άκουσαν το ανατρεπτικό κήρυγμα του Χριστού, ανέτρεψαν και τις δικές τους πεποιθήσεις, αναθεώρησαν τα δεδομένα της ανατροφής τους, εναντιώθηκαν στο μένος των συμπατριωτών τους κατά του αληθινού Μεσσία και διακινδύνευσαν την κοινωνική τους θέση. Το θάρρος τους αποκαλύπτεται ιδιαίτερα στο σημερινό Ευαγγέλιο, καθώς συμμετέχουν στην Αποκαθήλωση, μία πράξη, η οποία είναι βέβαιο πως θα γινόταν γνωστή στους κύκλους, τόσο των Ρωμαίων, όσο και των Φαρισαίων.
Ίδια στάση θάρρους και αφοσιώσεως δείχνουν σήμερα και οι Μυροφόρες. Γυναίκες απλές, των οποίων η καρδιά είναι βέβαιο πως θα είχε νιώσει τον φόβο και την απογοήτευση. Γυναίκες όμως, που η αγάπη τους για τον αγαπημένο τους Διδάσκαλο τις έκανε τολμηρές και αποφασιστικές. Την ώρα που οι Μαθητές έχουν σκορπίσει – εκτός βέβαια από τον Ιωάννη που στάθηκε κάτω από τον Σταυρό – μαζί με την Μητέρα του Κυρίου μας, οι γυναίκες αυτές αποδεικνύονται πιστές στην αγάπη τους και αναλαμβάνουν το κόστος της αφοσιώσεώς τους, γνωρίζοντας πως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να οδηγηθούν σε βαριά ποινή, ακόμα και σε θάνατο.
Η σημερινή περικοπή μοιάζει να απευθύνεται σε μας. Αλήθεια, εμείς τί θα κάναμε στην θέση αυτών των ανθρώπων; Ζούμε σε κοινωνία χριστιανική και είμαστε ελεύθεροι να συμμετέχουμε στην ζωή της Εκκλησίας, εκφράζοντας την πίστη μας και την αγάπη μας στο πρόσωπο του Χριστού. Κανένας διώκτης δεν καιροφυλακτεί, κανένας προδότης δεν ετοιμάζεται να μας καταδώσει ως επικίνδυνους συνωμότες σε κάποιο κέντρο εξουσίας. Τα πρόσωπα όμως της σημερινής περικοπής στέκονται ενώπιόν μας και μας καλούν να αναλογιστούμε για την θέση που κατέχει η πίστη στην ζωή μας, αλλά και για το κόστος που είμαστε πρόθυμοι να καταβάλλουμε γι’ αυτήν.
Βέβαια, τουλάχιστον για τον Δυτικό Κόσμο, έχουν περάσει εκείνες οι μακρινές περίοδοι των διωγμών. Ο χριστιανισμός στην κοινωνία μας δεν διώκεται, δεν απειλείται, δεν καταδικάζεται. Είμαστε ελεύθεροι να πιστεύουμε και να ζούμε σύμφωνα με τον νόμο του Ευαγγελίου. Στην πραγματικότητα όμως, ο νους και η καρδιά μας βομβαρδίζονται καθημερινά από κηρύγματα, απόψεις και πρακτικές εντελώς αντίθετες με όσα δίδαξε ο Υιός και Λόγος του Θεού, όταν βρέθηκε ανάμεσά μας. Μπορεί, ως Χριστιανοί, να μην κινδυνεύουμε από διωγμό και φυλάκιση, χρειάζεται όμως πολύ θάρρος για να αντισταθεί κανείς στο ρεύμα της εποχής, η οποία χαράζει δρόμους ριζικά αντίθετους από την οδό του Ευαγγελίου.
Όποιος θελήσει να ζήσει με συνέπεια την πίστη του, πρέπει όντως να εξοπλιστεί με το θάρρος του Ιωσήφ και την τόλμη του Νικοδήμου. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια μετά, οι δυνάμεις του κόσμου τούτου εφευρίσκουν χίλιους δύο τρόπους για να παραμερίζουν διαρκώς τον Χριστό και το κήρυγμά Του στο περιθώριο και να Τον παρουσιάζουν ως τον Μεγάλο Ηττημένο.
Πριν έναν αιώνα περίπου, ο άνθρωπος της Δύσης διακήρυξε με θριαμβολογία και αλαζονεία πως «ο Θεός πέθανε». Αυτή όμως η διακήρυξη του θανάτου δεν αφορούσε τον Θεό, αλλά έναν ολόκληρο πολιτισμό, τον δικό μας πολιτισμό, που απαρνήθηκε τις χριστιανικές του ρίζες και βυθίστηκε στην φθορά και την πνευματική παρακμή. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να κατανοήσουμε σε όλες τις διαστάσεις, το μήνυμα της περικοπής.
Σήμερα, δεν θυμόμαστε κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι εκπλήρωσαν απλώς ένα καθήκον απέναντι σε έναν νεκρό. Τους τιμούμε, κυρίως, διότι δεν εγκατέλειψαν την ελπίδα. Είναι βέβαιον πως ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος, αλλά και οι Μυροφόρες είχαν κλείσει βαθιά στην καρδιά τους την διαβεβαίωση του Χριστού πως θα ακολουθήσει η Ανάσταση. Την εμπιστοσύνη στα λόγια αυτά δεν την απαρνήθηκαν, ακόμη και όταν βρέθηκαν μπροστά στο ατιμασμένο και εξαθλιωμένο σώμα του νεκρού Εσταυρωμένου. Ίσως, κάποια στιγμή, να αμφέβαλλαν: «Πως είναι δυνατόν», ίσως και να σκέφτηκαν, «το νεκρό αυτό σώμα να μεταβληθεί σε πηγή ζωής και να χαρίσει στον κόσμο την αθανασία;».
Κι όμως, η αμφιβολία αυτή δεν στάθηκε ικανή να τους απομακρύνει από την ελπίδα. Έμειναν πιστοί, ακόμα και όταν όλα έδειχναν πως έχουν χαθεί.
Και στην δική μας εποχή, ζούμε την επέλαση του πειρασμού της απόλυτης απογοητεύσεως. Το κήρυγμα και οι επαγγελίες του Ευαγγελίου μοιάζουν συχνά να πνίγονται από την μοχθηρία και την φρίκη, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά στις εξελίξεις σε όλο τον κόσμο. Είναι η δική μας ώρα να μην χαθεί το θάρρος μας, να μην ατονήσει η τόλμη μας, να μην εξασθενήσει η αγάπη μας για τον Χριστό αλλά και για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν θα σταματήσει ποτέ να ποθεί το «ύδωρ της ζωής». Στις ημέρες μας όμως, το αναζητά σε φρέατα συντετριμμένα και σε πηγές που αναβλύζουν μοναξιά, απογοήτευση και θάνατο.
Εμείς γνωρίζουμε την Πηγή της αληθινής ζωής. Κάθε φορά που ο θάνατος θα δείχνει πως είναι ο μεγάλος νικητής, εμείς, ως Εκκλησία του Αναστημένου Χριστού, θα κηρύττουμε, με τον λόγο και τα έργα μας, πως το φώς και η ζωή που ανέτειλαν από το κενό μνημείο, είναι ισχυρότερα και από το πιο πυκνό σκοτάδι. Ο ίδιος άγγελος που μίλησε στις Μυροφόρες, καλεί κι εμάς να διαδώσουμε την αλήθεια της Αναστάσεως σε όλον τον κόσμο. Ας γίνει, λοιπόν, η αποστολή αυτή, ο σκοπός και το νόημα της ζωής μας και ας ακούγεται πάντα από το βάθος της καρδιάς μας το χαρμόσυνο μήνυμα και η μεγάλη ελπίδα του ανθρωπίνου γένους: Χριστός Ανέστη!